Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

Η κόρη των στολιδιών

Τα κλαδιά και τα καραβόπανα
αυτές τις μέρες κλαίνε.
Ότι κι αν φορέσουν
στα σώματα να λάμπει,
εκείνο αρνείται να φεγγίσει.

Γιατί το πι' όμορφο στολίδι,
από καιρό την έχει κοπανήσει...

Δεν είναι από χρυσό ή αργυρό
μα ούτε από βελούδο,
ειν' από σάρκα και οστά και στα χέρια
αγκαλιάζει αρκούδο.

Είναι η κόρη μας που έφυγε νωρίς
από την πόρτα έξω,και
μια ανάσα σ' ένα βάζο
μου έμεινε να έχω.

Δεν έχω ψάξει να σε βρω
μα ούτε και προσπάθησα,
βρήκα τον δρόμο τον στενό
και μ' ένα γιο περπάτησα.

Κορούλα μας που τράβηξες νωρίς
για το φευγιό το μέγα,
έφυγες και έβαλες στα όνειρα
ένα πικρό ωμέγα.

Χορός βεγγαλικών

Σ' ένα χορό,σαν μικρό βεγγαλικό βρήκα
πάλι τον χαμένο τον ρυθμό.

Θα διώξω τα παιδιά απ' το λούνα παρκ,
να ζει κι' αυτό στην ερημιά.

Που να μας βρω να γιορτάσει η καρδιά στα
χίλια χιλιοστά;

Τι να βρω να σου πω και τώρα,
όταν όλα είναι φτιαχτά;

Ο κουμπαράς με τα χίλια πρόσωπα

Μαζί κολλήσαμε επάνω του
τα χίλια πρόσωπα του.

Γιατί άδειος έτσι που στεκότανε
του κακόπεφτε του μαύρου,
βαμμένος με σκοτάδι στα έξω
κι από μέσα μάλλον ίδια...

Προορισμός του να γεμίσει
πολύτιμα παιχνίδια χάρτινα
και όχι με σκουπίδια.

Γεννήθηκε άδειος στην αρχή,
μα σίγουρα γεμάτος στην
τελευταία πνοή του.

Τόσα πολλά και διάφορα τα πρόσωπα,
κεντημένα μάτια και χαμόγελα
τρελά μα σκουριασμένα...

Χάθηκα μέσα στα χίλια πρόσωπα του
να δω χαρές μου αλλοτινές,
μα το μόνο που διακρίνω,
μαρτυρικές μου θύμησες πικρές...

Ο καταρράκτης

Βγήκα απ' το δωμάτιο σου που έμεινες
σιωπηλή για ώρες,με τις αποσκευές σου
έτοιμες για αναχώρηση.

Έκανα τέσσερα πέντε βήματα στο
μπάνιο σου να κρυφτώ,γιατί στη
ζωή μου περισσότερο ποτέ μου
δεν φοβήθηκα.

Μπήκα,και πίσω από την δύναμη
που σου έδειχνα,κρυβόταν η σήψη
του κορμιού και της ψυχής μου.

Στον καθρέφτη κοίταζα ώρα να δω
το πρόσωπο μου μεσ' τον χρόνο αγαπημένο
και μόλις το είδα πλάι στο δικό σου,χύθηκα
στο πάτωμα πικρός καφές.

Μ' έβγαλες,με κράτησες και σκούπισες
τον ποταμό και σου έφυγα την νύχτα.
Την νύχτα πριν απ' το ταξίδι σου
για ώρες,έγινα καταρράκτης.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Το καβουράκι

Τόσο μικρό και απροστάτευτο,
πάντα γυρνάς στη θάλασσα κοντά.
Σε κοιτάζω και χάδια σ' ακουμπάω
πάνω στα χείλη τα σκληρά.

Τα καβουρίσια τα ματάκια σου
μαύρες μισάνοιχτες κουρτίνες,
κλείνω το φως ματάκια μου γοργά
στην αρχή ν' αφήσεις τις κουκκίδες

Το κύμα σε κουνάει και σε πάει,
πέρα δώθε σε πετά και σε σκορπά.
Με τις μικρές τις δαγκανίτσες σου
το πουκάμισο μου πιάνεις και χαλά.

Δεν έχεις σπίτι εκεί στα βράχια
γιατί δεν κάνεις να 'ρθεις κατά δω;
Σε σηκώνω μες τα χέρια για να πας,
μα με μανία τρομερή,σαλεύεις και τσιμπάς.

Με τ' αλμυρά τα βηματάκια σου
λερώνεις πάλι τα λευκά.
Δεν ψάχνω πια στο τώρα τα κλαδιά
μόνο τα βράχια μ' απομένουν εμέ πια.

Το δρομάκι σου μ' αλισάχνη ειν' στρωτό
και ψάχνω πάντα στην αρμύρα να σε δω.
Απ' αφροθάλασσα και άμμο ειν τα χείλη μου
και η δική σου η απουσία η καταδίκη μου.

Υπόσχεση

Όταν κοιτάς τον άνθρωπο σου στα μάτια
την ώρα του αποχαιρετισμού σας
και του ζητάς συμπόνια,
τι σας δένει όταν εκείνος την
υπόσχεση δεν δίνει;

''Σύντομα...''

Αυτό περίμενα ν' ακούσω...

Τίποτα δεν αλλάζει

Μπήκε απότομα μέσα στον χώρο
και την είδε στο πάτωμα να κλαίει.
Έτρεξε και την έπιασε απ' τον ώμο
με πρόθεση να την σταματήσει.
Εκείνη χωρίς υποκρισία λέει
''Δεν σου ζήτησα πολλά...''

Τίποτα δεν αλλάζει.

Το ήξερε από καιρό πως
η δουλειά της δεν της ταίριαζε.
Το έβλεπε κάθε πρωί στον καθρέφτη
πως δεν άντεχε ούτε καν τον εαυτό της.
Αυτός δεν έκανε και τίποτα να
φτιάξει τα πράγματα...

Τίποτα δεν αλλάζει.

Το πρωί έφτιαξε τα πράγματα του
''Θα έχω πολύ δουλειά,θ' αργήσω...''
Εκείνη με καρφωμένο το βλέμμα
στο πάτωμα του λέει με φωνή σπασμένη
''Εσένα θέλω εδώ...''

Τίποτα δεν αλλάζει.
Τίποτα δεν αλλάζει.

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Χελιδονάκι μου

Απλώνεσαι σαν ουρανός

κι αν χελιδονάκι μου εσύ πετάς,

την φωλιά σου εγώ κρατάω εδώ,

για να 'χεις πάντα να γυρνάς.

Το παζάρι της τρύπιας απόχης

Τώρα!Θα σε σηκώσω σα φτερό!Που μου
κάθεσαι συνέχεια απλωτό!Θα σ' οδηγήσω
σήμερα στα πιο παράξενα τα μέρη!
Εκεί π' ολονυχτίς οι δρομοπωλητές
πουλούν τα λαμπερά αγαθά τους.

Με καμάρι θα σε βγάλω απ' το μικρό σπιτάκι σου
και θα τρυπώσουμε μαζί κατ' απ' τους
γειρτούς τους πάγκους.
Έλα να πάμ' ένα περίπατο στον κόσμο,
να ει δούμε τα εκθέματα του πεζοδρομίου της πόλης.
Κοίτα τα ρόδια τα χρυσά και τ' απλωμένα στη σειρά χαλιά,
όμορφο μωσαϊκό χρωμάτων και ευωδιών.
Οι φωνακλάδες την πραμάτεια τους εντόνως κανακεύουν,
με μια φωνή σαν τύμπανα πολέμου και οχτρού!

Η ζέστη η αυγουστιάτικη στην αγορά σαν φτάσουμε
σίγουρα θα μας παιδέψει,μα με γιορτή και μ' ασπρολούλουδα
θ' ανταμοίψουμε το πέρας των καιρών μας.

Σήμερα θα σε σηκώσω στ' άδεια χέρια μου και θα σε πάω
στις χειρομάντισσες να σου πουν το ριζικό μου.
Μα ακόμα κάθεσαι και βολεύεσαι φτωχό;
Σήκω να βγεις τα πλούσια τα καρότσια να γεμίσεις!

Κοίτα να δεις που ξαφνικά εκεί που έλεγα να κλείσουμε
τα φώτα,μια απρόσμενη διάθεση για έξω μ' επισκέφθηκε
και μου άνοιξε ξανά τα νυσταγμένα μάτια.
Βάλε τα ρούχα τα παπούτσια σου γρήγορα!
Μ' απορροφούν οι μουσικάντηδες και με γυρνούν
στα πίσω,μια όρεξη να δεις τρελή που μου 'ρθε,
ποδοβολητό βαρύ στο πάτωμα ν' αφήσω!

Κοιτάξτ' εδώ τα βλέμματα γεμάτα από
ζωντάνια και αλήθεια και χαρά κι από πικρό μαράζι,
το παζάρι αυτό το μαγικό την φτώχεια μας ρημάζει!

Και νιώθω πλέον βασιλιάς!
Έχω κορών' από βερίκοκα,καρότα για μαλλιά,
λαχανόφυλλα για ρούχα,σύκα και κουκιά!
Το λαμπερό χαμόγελο μου από σκόρδα χαϊμαλιά,τα
κρομμύδια για παπούτσια και στο βλέμμα συντροφιά!

Το έπος του Ρουθούνη

Μαύρος κι άραχνος κουρνιάζεις
και μέσα και έξω και κλεφτά,
με ένα μούτρο ολοσκότεινο μα
τα μάτια φλογερά!

Η γούνα σου ανάστατη
στο σώμα επάνω κολλημένη
κι η δύστυχη κοντή ουρά σου
χρόνια τώρα ειν' κομμένη!

Έχεις δυο δόντια μυτερά
π' απ' τα χείλη ξεπροβάλλουν,
κι όποιοι τάχα μου σε δουν
στα πόδια γρήγορα το βάζουν!

Η πείνα σου είναι άσβεστη,
ποτέ σου δεν χορταίνεις,
και σαν κίνηση κάνουν να σε διώξουν
αλλού γυρνάς,σωπαίνεις!

Αθόρυβα τα βήματα στο πάτωμα τα κάνεις
και το ενδιαφέρον σου αμείωτο
την Φαίδρα να ξεκάνεις!

Μες την ησυχία της νυχτιάς
πάντα σ' ακούω να ρουθουνίζεις
και τα δάκρυα απ' τα γέλια μου
με την κουτσή σ' ουρά σκουπίζεις!

Portes bagages

Το Καλοκαίρι,
τη μικρή φουσκωτή βαρκούλα μας,τα μαζεμένα
βότσαλα σου,τις πετσέτες,τα κουπιά που τραβήξαμε,
το αντηλιακό σου,τη τσάντα σου τη πολύχρωμη,
τα κατάρτια,τα εισιτήρια μας,τις καλαμιές,τους καφέδες.

Το Φθινόπωρο,
τα φύλλα,τα πρωτοβρόχια,τη γκριζάδα,τις συννεφιές,
το νέο μου μπουφάν,τα δώρα σου,τον πόνο,την αγωνία,
το σ' αγαπώ,το κλάμα μου,τις ευχές,τις συνέπειες,
τις προτάσεις,τον χωρισμό,το δάκρυ.τις εξετάσεις.

Τον Χειμώνα,
τις ομπρέλες,τα παλτό μας,τα σκουφιά σου,τα γάντια,τις
γαλότσες,τα κασκόλ μας,την Φλωρινα,το κρύο,την παγωνιά,
το χάδι σου,τα αδιάβροχα,τα γενέθλια σου,τα αποτελέσματα,
το χάδι,τις κραυγές,το χιόνι και το γέλιο.

Την Άνοιξη,
το μέλι,τα λουλούδια σου,το φεγγάρι,το ρολόι,
τις γιορτές,τα κάρβουνα σου,τις μάλλινες ελαφριές
ζακέτες σου,τα γενέθλια μου,τις πρώτες ζέστες,
τις βόλτες μας,την Αθήνα,τα χέρια μας δεμένα.

Όλα μέσα στο portes bagages τα βόλεψα.

Ανεμοδούρα

Σε παίρνω και σε σηκώνω με τα
μποφόρ μου να οργιάζουν στο μικρό
σου υπνοδωμάτιο μέσα.
Τρεις και κάτι το ρολόι να μαρτυρά το αργά
που ησυχάζουν οι άνεμοι,μα εγώ δεν
κοπάζω ποτέ.
Σηκώνω στροβιλίζοντας τα πράγματα,
δικά μου και δικά σου,να χτυπούν τους
τοίχους εκρηκτικά πυροτεχνήματα
θυμού και λήθης.
Αποδεσμεύω ισχύ φοβερή και ξεριζώνω
την αυγινή και φλόγινη ησυχία
από τα στρώματα μας.
Δεν σταματώ ποτέ να σε φυσώ μα ούτε
να σε προκαλώ με κάθε λόγο που αρθρώνω
και σ' αντάρες μέσα σε αφήνω να πετάς.
Κορνίζες και φωτιστικά,ποτήρια κάρτες
και αναμνηστικά σηκώνω στον αέρα,
αφήνοντας για εσένα το διωγμό μου να ζητάς.

Αποβροχάρης

Τα σύννεφα διαλύθηκαν και το γαλάζιο
χρώμα άφησαν πίσω να μας μένει.
Έσκυψα και μύρισα το χώμα και στάθηκα
για λίγο ακίνητος να χαζέψω τις νερόμπιλιες
ν' αλλάζουν αποχρώσεις στις επτά.
Φόρεσα το παλτό που μου χάρισες πέρσι
και άρχισα τα βήματα τ' ανελεύθερα στην
πολιτεία αυτή που μ' αποφεύγει με το χθες.
Με έπιασε μια αρνησιά πρωτόγνωρη
για να πισωγυρίσω και συνέχισα στο γκρίζο
χρώμα να κάνω εγώ τον άλικο ουρανό σφραγίδα.
Πως το μεγαλείο τούτο ο άνθρωπος το θυσιάζει
στο βωμό του καθημερινού;
Τ' ανεμοβόρι με θέριζε και μέσα στη μέση
έμενα απροφύλαχτος στο κρύο.
Τι κρύο εσωτερικό!Δεν μ' άφησε να χαρώ
τις λιγόφωτες τις ώρες στου μισοσκόταδου το διάβα.
Προχώρησα πιο γρήγορα,στ' αντάμωμα να φτάσω.

Διακοπή

Μιας και ήρθες απόψε και με ξύπνησες,
δείξε μου που πάνε τα παιδιά όταν
σβήνουνε το φως.
Πες μου αυτά που κλαίω ν' ακούσω
τόσα χρόνια και βρες ξανά κουράγιο.
Μια και ήρθες απόψε,κέρναμε γλυκό κρασί,
κόκκινο και λευκό,να μεθύσω σαν γιορτή
το χρόνο της νύχτας που μ' απομένει.
Δεν έχει φεγγάρι απόψε μικρή,το
διακρίνω μεσ' τα μάτια σου.
Μια και ήρθες απόψε και με ξύπνησες
αποψινή μου ταραχή,πες μου ξανά τον λόγο
να κοιμηθώ αδιάκοπα και πάλι...

Βρήκα εγώ τον λόγο να κοιμηθώ...
Θα κλείσω τα μάτια πάλι,προσμένοντας
ξανά μία διακοπή σου.

Αλλόκοτο κι' αλήθεια

Μόνο η απόσταση μας φέρνει
πιο κοντά στο τέλος της μικρής
μας ιστορίας.

Η αρχή μας κρατά πιο μακριά.
Το τέλος μας ενώνει.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Πρόσκληση στα βάσκανα

Εσείς υποχθόνια πλάσματα της βαθύτερης της γης,
βγείτε πάλι στην επιφάνεια να με πάρετε μαζί σας
στην τρελή γιορτή σας!

Άτσαλα γένια και μάτια ασύμμετρα και στρογγυλά,
στόματα στραβά και με σώματα σακατεμένα,εδώ και κει
χοροπηδάτε σαν σαλεμένα ξόρκια να σας χτύπησαν!

Δικά μου τρελά,ολόδικα μου ξωτικά και καλικάντζαροι δικοί μου!

Ελάτε μεσ' τη νύχτα αυτή την βροντερή και σκορπίστε
στους ορίζοντες στους τέσσερις την ριζωμένη που' χω μοναξιά
στα στήθια να με ρημάζει μανιακά.

Δόντια σάπια πεταχτά και δάχτυλα σε λάθος θέση.
Με φωνές περίεργες κι' αστείες και φρικτές,μ' αυτιά πελώρια
τρυπητά.Άλλοι κοντοί χοντροί με παραμορφωμένα τα κορμιά
και άλλοι πάλι κουτσοί και αγριόμορφοι και σκούροι στην ψυχή.

Ελάτε να με πάρετε μακριά απ' την αλήθεια την πικρή
και ακουμπήστε με μέσ' τα παραμύθια της καρδιάς!

Αποκρουστικά μου πλάσματα μικρά,ελάτε γρήγορα
και αυτή τη φορά να την γλιτώσω,να πιάσω και γω
μια θέση στη χαρά κι ας είναι λίγο.

Δεν ποθώ μόνο τον πόνο μου,γι' αυτό ελάτε φρικιαστικά μου
τέρατα,να βγω από το φως,στο σκοτάδι σας να μπω.
Να με μάθετε το ζωηρό χορό σας να γευτώ και μαζί σας
το πιο πικρό καημό να μοιραστώ.

Των φώτων σαν χαθείτε ρε παιδιά,να μην ξεχνάτε να 'ρχεστε
για λίγο στα κλεφτά,γιατί βαθιά μου ανάγκη είναι η δική σας συντροφιά.

Με παρδαλές φωνές και χάχανα,μ' απροσεξιες και ζαβολιές
θέλω να ζω τις ώρες,δίχως κανονισμούς σε πρέπει και γιατί.

Μόνο μαζί σας νιώθω λεύτερος!

Θέλω να πετάω μαζί σας καλικούτσα μ' άσπρες χήνες
και ν' ακολουθώ το ασυνάρτητο σινάφι σας όπου κι αν γυρνάει.

Μην με κοιτάτε με μισόκλειστα τα μάτια,μόνο με ορθάνοιχτα σας
θέλω,με μοχθηρία στο κοίταγμα σας!

Ελάτε το βαρύ το σώμα μου να υψώσετε βαθιά,
έστω κι αν μία μου μένει μόνο μία,
τελευταία φορά...

Δύναμη

Το μόνο που ωθεί αυτή την ώρα
το μολύβι μου,ειν' το καρδιοχτύπι το δικό σου
στην δική μου καρδιά μέσα.

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Το κουτάκι το λευκό της πούδρας σου

Ένα τόσο δα μικρό κουτί
μ' επάνω τ' αποτυπώματα
του καλοκαιριού σου.

Ένα τόσο δα μικρό κουτί
με τόσο την χρήση την δική σου
να κρατά στην επιφάνεια του.

Επάνω του ζωγραφιστά τα δαχτυλικά
σου αποτυπώματα,να μοιάζουν σαν
τους λαβύρινθους τους πιο πολύπλοκους.

Το μικρό αυτό κουτάκι σου μένει
μαζί μου μέρες τώρα,ούτε το πετώ μα
ούτε να τ' αλλάξω θέση προσπάθησα ποτέ,
γιατί στο μέρος αυτό εσύ το βόλεψες.

Να μένει εδώ,ν' ανοίγει γυρισμούς.

Άρα...

Μόνο αν δεις απ' τα δικά μου μάτια μέσα
και νιώσεις απ' τη δική μου την καρδιά.
Μόνο τότε θα το μάθεις το πόσο πολύ σ' αγάπησα.
Άρα...

Μικρό και άτιτλο

Δεν έχω άλλη αντοχή
να δείχνω πως αντέχω.

Ίσως

Ίσως τις επόμενες μέρες η φωνή να γίνει πιο δυνατή
και να φτάσει ως τις πύλες σου μπροστά.Να τις ανοίξει.

Ίσως ο θυμός να γίνει κολακεία,σ' όλα αυτά που χάρισες
και τώρα λείπουν απ' την ακλόνητη ζωή.

Ίσως μια μέρα ν' ανοίξεις τα ξεχασμένα σου
και να με βρεις κάπου εκεί μέσα,όπως στ' αλήθεια είμαι.

Ίσως μια μέρα απ' τις ερχόμενες να έρθεις,να με βγάλεις
απ' το κλειστό κουτί μου,να με βολτάρεις στο θεό.

Ίσως κάποτε να επιστρέψεις από τα άλλα σου γεμάτη
και να δεις είμαι εγώ πια άδειος,να μου δώσεις να γεμίσω.

Ίσως μια απ' αυτές τις μέρες σταθώ μπροστά σου δυνατός,
μα καταρρεύσω πίσω ακριβώς από την πόρτα σου.

Ίσως μια μέρα έρθεις ξεκούραστη να δεις πως
είμαι ακόμα χάμω και μου προσφέρεις σηκωμό.

Ίσως μια μέρα να τα δεις τα ''σ΄αγαπώ'' μου αληθινά.

Ο δρόμος της απομάκρυνσης

Έχω τραβήξει ένα δρόμο,
που κάθε μέρα πιο μακριά σου μ' οδηγεί.
Και όμως συνεχίζω.
Μόνος και κρύος στον δρόμο της απομάκρυνσης.

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Νανούρισμα

Ύπν' εσένα περιμένει,με ζαχαρένια λόγια.
Σε παπλώματα ζεστά να το κουρνιάσεις.
Γλυκοτραγουδάκι να στάξει απ' το στόμα,
να πέσει σιγανά στο μαξιλάρι επάνω και
με ψιθύρους αχνιστούς τ' αυτάκι του να γιομίσεις.
Στην κούνια του ζωγραφιστού μας να καθίσεις λιγουλάκι,
να του κάνεις συντροφιά μεσ' το όνειρο γλυκιά.
Ύπνε γαλήνιε τρυφερέ,τα βλεφαράκια του έλα
ν' ασημώνεις,ως την άκρη της αυγής
μόνο μελένια όνειρα να ειδεί,να χορταίνει αγκαλιά.
Με τη στοργή το παιδί μας στόλισε,με μετάξια να το ντύσεις.
Έλα ύπνε γλυκά γλυκά να το κοιμίσεις,σε μπαμπακένιο
όνειρο επάνω όλη την νύχτα γελαστό να τ' ακουμπήσεις.

Τραμπάλα

Θα χαμηλώνω εγώ,να εξυψώνω εσένα.
Να χαμηλώνεις και εσύ,να εξυψώνεις και εμένα.

Κι ας μην ισορροπήσουμε ποτέ,γιατί το τέλος
θα σημαίνει η ισορροπία του παιχνιδιού.

Θα χαμηλώνεις εσύ να μ' εξυψώνεις.
Θα χαμηλώνω εγώ να σ' εξυψώνω.

Τραμπάλα ειν' το μαζί...

Το κλειδάκι

Στριφογυρνάει μονάχο μεσ' τη τσέπη
και ήχους τραγουδάει μεταλλικούς.
Σιδερένιο μικρό μου φιλαράκι,μ' ανοίγεις
πόρτες συνέχεια του φευγιού.
Σε ψάχνω πάντα πριν να φύγω απ' το σπίτι βιαστικά,
να έχω τρόπο να επιστρέψω μεσ' τη νύχτα στα κλεφτά.
Σιδερένιο μου κλειδάκι μ' ανοίγεις πόρτες στο βορρά,
μα σ' έχω πάντοτε μαζί μου να γυρνώ στη σιγουριά.
Της κλειδαριάς μου ταιριαστό αποκλειστικά,
με τα άλλα μαζί στην αρμαθιά μου κουβεντιάζεις στριμωχτά.
Σαν φτάσ' η ώρα να επιστρέψω,των χεριών μου γίνεσαι συνέχεια
και αν σε χάσω εγώ ποτέ,η επιστροφή μου μοιάζει να'ναι ολέθρια.

Περίπατος στο Ναύπλιο

Το δρομάκι να χάνεται μπροστά στο βλέμμα με τον ίσκιο.
Και η θάλασσα μέσα βαθιά,να σε κρατώ και να με βρίσκω.
Το κύμα στολίζει κρυφά της αγάπης τα πάθη
και ο χρόνος πηγαίνει αργά σαν παιδί μεσ' τα λάθη.
Το τραγούδι να λέω σιγά από τα χείλη δοσμένο,
σε κοιτώ να με βλέπεις άλλη μια φορά,με το γέλιο στο στόμα.
Τότε εδώ,εσένα κρατώ.
Πάντα στα στήθια σου μέσα θα μικραίνω εγώ.
Οι στροφές μας κινούν τυχαία και πάμε τυφλά,
είναι οι ευκαιρίες που νιώθω κι αυτή τη φορά.
Κάθε ώρα σε ψάχνω εκεί,όπου ο βράχος την θάλασσα
μαγνητίζει και την διώχνει ξανά.
Το δρομάκι μας πάει τη βόλτα τριγύρω απ' το κέντρο
και ρόδες συνέχεια διαγράφουμε απ' την αρχή ως το τέλος.
Στο χέρι σου μέσα σφιχτά το δικό μου βολεύεις και
έχεις όρεξη ν' αλλάξεις τα πάντα,μα σωπαίνεις.
Το φως χαζεύω και κυλώ ξανά κοντά σου να βρεθώ.


Μεξικάνα

Κόκκινο πυρωμένο φόρεμα φορείς.

Τα χείλη σου στενό πέρασμα ανάσας και μιλιάς.

Τα σκούρα μαλλιά στους ώμους σου αράζουν,

που σαν ο άνεμος κάνει να φυσήξει,μεταμορφώνονται σε

δίχτυα μαγικά να πέφτουν οι άντρες με σειρά.

Άτιτλο

Πάντα τα χρόνια......η σκέψη...η αγάπη......πάντα...
ο χρόνος......η αγάπη...πάντα......τα χρόνια......πάντα,η αγάπη.

Απρόσμενα δεδομένο

Χλωμοφώτεινη φεγγίζει η όψη σου,
στο ελάχιστο μου σκουροτάβανο το δώμα.
Η αστέρινη παρουσία σου στο σύμπαν
μου γίνεται αισθητή,στο κάθε ψηλοκοίταγμά μου.
Όλες αυτές οι ήσυχες βόλτες μας στην πόλη
με τα χέρια μας δεσμό,μνήμες δροσερές
για την βαριά μου δίψα.
Ήσουν κέρασμα του πιο γλυκόγευστου ποτού
και η αίσθηση στα χείλη γιορτινή να σβήνει.
Το δεδομένο αν το δεχτείς στο πέρας της ζωής σου,
το ίδιο εγκαταλείπει παγερά.
Είναι κατάκτηση ο δεσμός πολύπονη.

Νυχτερινό

Πως να εισχωρήσω στα μάτια σου και να κερδίσω
άπνοια πια,μετά από τόσα λάθη που έχω
στην συνείδηση μου χρεωμένα;
Πως να βρω τα στέφανα της αγνής αγκάλης μου,
ξανά να στ' ακουμπήσω στα χρυσά μαλλιά σου;
Πως μόνος να ξεθάψω όλα εκείνα που θάψαμε
ολοζώντανα,καθώς στο μεγαλείο φτάσαμε μπροστά
φορώντας το ''εγώ'' μεσ' την ψυχή μας φορεσιά;
Πως να σκορπίσω πάλι ηλιαχτίδες στην κορμοστασιά
την μεταξένια σου ν' αντανακλούν στον
κόσμο μου το φως;
Πως να μοιράσω φιλόξενα χέρια στο κορμί;
Πως ξανά να ζήσω την αυγή,έχοντας
εσένα πρωταγαπήσει μεσ' τη δύση;

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Υπό την προστασία σου

Η μοιρασιά μας μένει άγονη αποστεωμένη προσφορά.
Κοιτάζω πιο πέρα απ' το τέλος και διακρίνω ομοιότητα
με την αρχή την δύσκολη και φρέσκια.
Μεγάλη ταραχή στα λιμνάζοντα νερά του αταίριαστου.
Φεύγω με βήμα γρήγορο απ' τη λογική.
Και χαιρετώ την πιο πολύπλοκη καθημερινότητα που
με εξύψωσε τρελό.
Ευτυχώς που μέσα μου με καίνε εκατομμύρια φωτιές.
Πως να μοιραστείς μ' ανθρώπους που έννοια μοναδική τους
είναι η εντύπωση του εγώ τους στον κάθε ξένο;
Αφύπνιση μου ο πόνος και το κυνήγι μιας
ολοκληρωμένης καληνύχτας.
Μακάρι ο χαμός σου να με πονάει κάθε μέρα στη ζωή,
να με γεμίζει πάθος,να πλάθω για σένα κόσμους
ποιητικού κάλους κι ενοχής.
Αέναος σπαραγμός.Αλλοτινός καιρός.Γαλήνης πέρασμα.
Από φωτεινά σημεία και διωκτικά ψυχοβλέμματα το
ταξίδι μου για έναν προορισμό συνεχούς φιλονικίας.
Ο χώρος της νόησης μου ασυνεχής,χωρίς ομοιογένεια
Ομαδικότητα μηδενική των δύο.
Οι γέφυρες νεόχτιστες γερές,διπλής κατεύθυνσης.
Πότε θα διαυγείς από την όχθη σου στην όχθη του μαζί;
Αφιλόξενη η πόλη σου δεν με χωρά στα μεγάλα γεγονότα.
Από δική σου επιλογή έμενα εκτός.Πάντα μ' άφηνες εκτός.
Χρηστικό ρόλο ποτέ δεν μου έδινες.
Σα να με προστάτευες από εχθρό που είχα μανία να νικήσω
κι έχασα υπό την προστασία σου.

Η ευχή μου

Χρόνια παιδικά μου ολόδικα μου
και της καθημερινότητας του τώρα,
μην μ' αφήσετε ποτέ μεσ' τα χρόνια
των ενήλικων και γερασμένων των ψυχών
να περπατήσω μέσα.

Για εκείνον

Μεσ' τα χέρια σου κρατάς ζωές δύο ανθρώπων.
Να την βοηθάς στ' αμίλητα της μέσα κι όταν
θα κάνει να σου φύγει,για την παραμονή της να παλεύεις.
Το λαμπερό της κοίταγμα ποτέ μην το λασπώσεις.
Εσένα τώρα επέλεξε να την σκεπάζεις μεσ' το το βράδυ.
Στον προορισμό της τον πιο γλυκό σαν θέλει εκεί να φτάνει,
εσύ καλέ μου να την ωθείς πάντα να σιμώνει αλώβητη.
Υγρή σταγόνα,πύρινη θαλασσινή στα μάτια της μην ρίξεις
γιατί εκεί μέσα κρύβεται ζωή περίσσια και γεμάτη.
Γιατρεμένη απ' τις πληγές της να έρθει να φανεί και τον
νέο πόνο της κάθε μέρα να φονεύεις για το δικό μου το χατήρι.
Είναι ταξιδιάρικο πουλί εκείνη και το κλουβί
γύρω της ποτέ μην κάνεις να το χτίσεις.
Κάτω από την στέγη που τώρα εσύ στεριώνεις και θεριεύεις,
γαληνεύει το φεγγάρι τις άγριες μόνες νύχτες
και ο ήλιος εκεί μέσα ξεπροβάλλει σαν αποκάλυψη σιγής.
Κάθε μέρα,όχι έξω απ' το σπίτι σου,μα πιο μέσα κι απ' το μέσα.

Της Ναταλίας

Το φως του ήλιου μου να το κρατάς για μένα.
Ποτέ να μην αφήσεις να συννεφιάζει συ
γιατί το φως μου λιγοστεύει.
Τυχερή να στέκεις πάντα όμορφη χρυσοσταλίδα.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Διαμέρισμα 13

Το τρένο άφησε ξωπίσω του τα υπερήφανα χλομά βουνά
και πλάι στην ύπαρξη σου σιμώνει να φανεί.
Τριγύρω μου απλάδα παγερή και στο βάθος φέγγει
πάνω στο ύψωμα ο προφήτης και ο σταυρός.
Κρυώνω μέσα μου και μέσα στο βαγόνι μου,
καθώς μετράω τους σφυγμούς να φτάσω να σε δω.
Μία κιθάρα στους λυγιστούς τους ώμους περασμένη
και εφτά οκτώ τραγούδια στη μιλιά να σιγοτραγουδιούνται.
Έφτασα για σένα.Κατέβηκα με τρέμουλο στη ράχη την υγρή,
με μετρημένα τα ''ξέρω'' μου,γυρεύω να σε βρω μεσ' τ' άγνωστα του τόπου.
Κοντοστάθηκα λιγάκι μουδιασμένος,μυρίζοντας τον αέρα π' αναπνέεις
τόσες μέρες τώρα,να δω τι σε κρατάει εδώ.Έτριψα τα χέρια.
Διαμέρισμα 13.Μόνο αυτό ήξερα και τίποτα παραπάνω.
Εκεί μένει το φιλί και η αγκαλιά ησυχάζει.Έρχομαι για σένα και για μένα.
Δεν με παίρνουνε τα πόδια και στο κουφάρι μου με κουβαλάει η ελπίδα μόνο.
Δεν έκανα πολλά,μα περπάτησα ως εδώ παράλυτος.Μετράει η αγάπη...
Χτύπησα την ξύλινη σκούρα πόρτα σου π' ανοίγει
κάθε μέρα μπρος στο πέρασμα σου.
Άνοιξες αμέσως κ' οι αισθήσεις πύρινη πηγή στο σώμα πάνω μου,με καίνε όλα.
Χωρίς κουβέντα,χωρίς τα τυπικά τα λόγια τα σωστά που λέγονται
τις ώρες της συνάντησης από πολύ καιρό μετά.
Πως καταφέρνεις και χτίζεις παραδείσους όπου στέκεσαι;
Γι' αυτό το ελάχιστο ήρθα.
Μόνος ήξερα θα γυρίσω απ' το ταξίδι μου.Μόνος,μα σε είδα.
Παντοτινά έκλεψα τον ήχο της ανάσας σου,να μην ζω βουβές τις νύχτες.
Δεν τ' αντέχω.

Παράλυση

Του σώματος μου τ' αποθέματα στερεύουν.
Και της ψυχής μου σιγοσβήνει η ζωντάνια.

Τα νεύρα παραλύουν μεσ' τη σάρκα μου ξανά.
και την αίσθηση μονάχα της ερήμωσης μου νιώθω.

Τίποτα πια να περιμένω σε σκοπό μηδενικό.
Τίποτα δεν έχω απέναντι μου για εμέ να καρτερά.

Το σκοτάδι απλά εισπνέω,παραμένω σιωπηλός.
Οι μέρες μου πλέον δεν γιορτάζουν,πάρα μόνο τον χαμό.

Και λύγισα...

Πολύ βαριά τα βλέφαρα μου αυτή την ώρα.
Μόνο η σιωπή ζεσταίνει τα σκεπάσματα μου.
Κάποτε είχες συντροφιά αυτές τις ώρες,μα
τώρα μόνη σου δωρίζεσαι στα έτη.
Πως η ύπαρξη μου γεννάει απ' τον δικό σου σπόρο;
Τρύπωσες μια νύχτα μέσα μου και από
τότε δεν ξεβολεύτηκες ποτέ.
Έβαλα το σύμπαν απέναντι για εχθρό
καθώς το σ' αγαπώ μου αντιστεκόμουν να σου πω.

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

Τελευταία μέρα.Μετά;Το χώρια.

Δύο φλιτζάνια στα δάχτυλα μας φορετά
και η Πατησίων πλημμύρα.

Ο όροφος μας στήριζε τα πόδια και ο δερμάτινος
ο καναπές ξεκούραζε τα ''όχι''.

Τα μάτια σου θλιβερά παγόβουνα,καθρέφτες πανικού.
Ποτέ σου δεν τα είδες έτσι εσύ τα μάτια σου.
Μ' άφησες μόνο να τα δω,να τα χαρώ.
Δεν κατάλαβες ποτέ τον μαρασμό ως πρόσφορο τους.

Πάλη αδιέξοδη όλα να σε κάνω καινούρια να τα δεις.

Το γευόμουν μέρες τώρα στη φωνή σου.

Το έβλεπα μέρες τώρα στο φιλί σου πάνω καρφιτσωμένο,
το φευγιό ξανά της δείλιας,το προικιό και ριζωμένο.

Τελευταία μέρα.

Μετά;

Το χώρια.

Τ' απομεινάρι

Το τελευταίο δικό σου πραγματάκι που μ' απέμεινε,
ειν' το φεγγάρι που' χω περασιά στα στήθια,
να χτυπά η καρδιά σου την δική μου.

Μικρή εξομολόγηση

Τον εαυτό μου αντικρίζω
αληθινό μονάχα μέσα,
στα δικά σου μόνο μάτια μέσα.

Ο Καραβοστάσης

Και όταν το σώμα αστραφτερό στεκόταν
και η ύπαιθρος γαλήνευε τα ρεύματα
ανέμων και νερών,
τότε οι δυο πρωταρχινίσαμε απ' τη φωλιά μας
να βρεθούμε στ' ανοιχτά ξανά.
Τα ρούχα αέρινα και λαμπερά κυμάτιζαν
επάνω στο κορμί το μυρωδάτο από τα βάσανα.
Η έλξη της επιστροφής αχαλίνωτη έξις για την
ψυχή την κουρασμένη απ' τα δεινά του
πολυδιάσπαρτου πολέμου.
Ξεκινούσαμε χωρίς θυμό και πείσμα,μονάχα
μ' ένα ''π'' για τ' αρχικό το γράμμα αυτού του ''μόνο''.
Διόδια στο δρόμο μας ήταν τα φιλιά μας
και οι παραλίες ξεκουράζονταν δεξιά,καθώς εμείς
από τα φώτα ελκόμασταν τα βράδια.
Ο ακούραστος άνεμος γλυκοφιλούσε τα χαμόγελα μας,
που τότε ακόμα μας περίσσευαν.
Ο ήλιος πύρινη σφαίρα χανόταν μέσα στα ξερά,
τα λιθόστρωτα βουνά,που πεινασμένα κάθε σούρουπο
τον κατάπιναν για να δαμάσουν δαύτα τις ανάγκες τους.
Είκοσι λεπτά ποδοβολητό κάθε φορά περίπου.
Αέρας πελαγίσιος και φιλί ολάλμυρο απ' το
σφραγισμένο στόμα σου.
Πονούσες και δεν το έδειχνες ποτέ και τον κόσμο σου
ξέρεις να τον ντύνεις μασκαρά,να πλέκει τις χαρές
συνέχεια προς χάριν των ανθρώπων σου.
Φτάναμε πάντα μετά από είκοσι λεπτά...
Του ανήφορου το ήσυχο λαχάνιασμα,τα φώτα σου
πάντα το αντάμοιβαν,τα φώτα σου μικρό μου αγκυροβόλι.
Πόσο όμορφα και τα δικά μας τα καράβια αγκάλιαζες
και ξαπόσταιναν από τις τόσες πολλές φουρτούνες τους για λίγο;
Πάντα μετά από είκοσι λεπτά...

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

Ο νερόμυλος του Φιλίππη

Πήραμε κάποτε τις ρόδες μας
και οδηγηθήκαμε σε μέρη απρόσμενα.
Δίχως γνώση.
Παρά μόνο τον μικρό μας χάρτη παραμάσχαλα
είχαμε και μεγάλο συμβουλάτορα μας.
Καβαλήσαμε την φλογερή την άσφαλτο.
Μεσοκαλοκαιριού πυρίτιδα των δρόμων μας.
Όπου χαθούμε ας μην μας βρουν παρακαλούσαμε.
Φτάσαμε στο ξάνοιγμα του δρόμου,πέρα
απ' τις στροφές και ξεκαβαλήσαμε.
Στις φυλλωσιές μέσα χαθήκαμε για λίγο.
Ανακαλύψαμε τον μύλο του νερού.
Παντού χόρευαν λουλούδια ευωδιαστά
και ευλογημένα απ' την ιερή αφή.
Ο ήλιος κάθετος στις παρουσίες μας.
Σε κοίταζα που χάζευες τις ομορφιές της φύσης
με το βλέμμα σου να μεταμορφώνεται χρυσό.
Τοπίο φαντασίας.
Σταθήκαμε και οι δυο μπροστά στο φως και την λάμψη
βρίσκοντας πόζες και παίζοντας παιχνίδια μεσ' το λάλαρο.
Μεσημέρι.
Θυμάμαι πάντα πως σε έλουζε του μύλου το νερό...

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

Επιθυμία

Ζήτησα πολλά.
Την ύλη μου ζήτησα να πλάσεις.
Αυτά που θα μου άνηκαν.
Της δικής μου μοιρασιάς τ' αποκτηθέντα.
Αυτά που θα μου άνηκαν.
Του ''ναι'' τα φυλαγμένα μόνο ζήτησα.
Του ''όχι'' τ' αφανέρωτα ζήτησα.

Ζήτησα τη φτώχεια στα πολλά
και τον πλούτο μου στα λίγα.
Αυτά που κέρδιζα να είχα να χαρώ.
Τα τρόπαια της ψυχής
και της καλοσύνης θέλγητρα.
Του ''ίσως'' τη σιγουριά μόνο ζήτησα.
Του ''βέβαια'' την ανισορροπία ζήτησα.

Και έχασα πάλι τύχη.
Γιατί δεν κράτησα πολλά.
Ούτε τα λίγα μου δεν ήρθαν.
Της συνείδησης τα μόνα λόγια.
Τ' απόρθητα τα λόγια.
Του ''ξανά'' την μοναδικότητα μόνο ζήτησα.
Του ''τέλειωσε'' την επανάληψη ζήτησα.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Παράπονο

Χρόνια τώρα που παλεύω...
Τα χρόνια πριν,που δεν τ' αντέχω...
Στοργικά στο πρόσωπο μου πάνω
ποτέ δεν έσκυψες...

Άγευστα γεννήματα

Αγάπης γεννήματα θρεμμένα,
δεν γεννηθήκατε ποτέ για μένα.
Αγέννητα να μένατε μακάρι,
γιατί μόνο τη ζήλια μου κοιτάτε με καμάρι.

Ασκί του Αιόλου

Διάβασα τα στοιχισμένα γράμματα που
γέννησες παιδιά για μένα.
Σπαθιά και τόξα γύρισες στο μέρος μου
με πρόθεση κακιά και μ' άσπλαχνη φωτιά.
Ολέθρια παρουσία η απουσία σου,
διάχυτη στα πλήθη μέσα των λιπόψυχων χαρών μου.

Διάβασα τα στοιχιωμένα γράμματα
που έστειλες σε μένα,τους στόχους όλους
τους έστρεψες σε μένα και την σκανδάλη
όπλισες φοβέρα να με σκιάσει.
Και τι κατάφερες λοιπόν;
Στην τρέλα σου πάνω μας ζωγράφισες.
Μας κρατάς εικόνες παρελθόντος,κινηματογραφικού
ασπρόμαυρου πλατό.

Διάτρητη ψυχή μου ατελείωτη τι θες για να στεριώσεις;
Ως πότε;Ως πότε διάτρητη θα μένεις;
Ασκί του Αιόλου το χαρτί που άγγιξες με το μολύβι σου.
Κουτί για μένα της Πανδώρας.

Το μαγικό αερόστατο

Έστησα τα ξύλα με σειρά καθορισμένη.
Όλα τα σχοινιά πριν σχηματίσω σκαλωσιά
τα έλεγξα με πάθος για την μεγάλη την φυγή.
Άπλωσα τα πανιά κάτω στην κρύα γη.
Μ' επιθυμία βαθύτατη να μας υψώσουν σύντομα.
Δεν κοίταζα το πίσω,μόνο το μπροστά μ' ενδιέφερε να ξέρεις.
Ζεστό αέρα παγίδευσα αρκετό για το ταξίδι,
μαγικά σκάλισα τ' όνομα σου πάνω στο αεροκάραβο μου.
Άναψα φωτιά να ρέει η ζέστη στο κενό,
να γεμίζει η σφαίρα δύναμη.
Όλα στα ξαφνικά μεταμορφώθηκαν σ' αέρινα πέπλα
έτοιμα για τ' αλλοτινό περίπατο στους μελλοντικούς τους ουρανούς
και για την βόλτα χέρι χέρι με τους ανεξερεύνητους θεούς μας.
Ανέβηκα στον κύβο και άνοιξα διάπλατα τις αντλίες του αέρα
να καλπάσει το ουράνιο κλουβί.
Έλυσα τα σχοινιά και είδα το χώμα ν' αλλάζει χρώμα και μορφή.
Τα μέτρα μου αυξάνονταν στον χρόνο και τα μάτια
στον μοβ ορίζοντα τα κάρφωσα.
Κάτω απ' τον ήλιο πολιτείες με κεραμοσκεπές μα και χωρίς.
Όροφοι μικροί και αυτοκίνητα μοντέλα.
Και οι άνθρωποι αναπλάθονται και γίνονται σαν
μυρμήγκια σε φωλιά καθώς εγώ πετάω.
Ο άνεμος τώρα μ' οδηγούσε στο παρόν και πότιζα το
πεπρωμένο το διαλεχτό μου με ελπίδα.
Ψηλά είχα για παρέα τ' αποδημητικά πουλιά και
τις ψυχές μεταναστών ανθρώπων,του ξεριζωμού.
Έκρυβα ελπίδα για τα νέα και το ένιωθα στην ψυχή πως
εσύ φυσάς το βαρύ άρμα μου και με ενέργεια το γεμίζεις,
να έχει στο ταξίδι αντοχή.
Ταξίδεψα πάνω απ' όλες τις ηπείρους αυτής της γης
και τους ωκεανούς δάμασα με σκέψεις τρυφερές καρδιές.
Της παράστασης όλα τα φώτα άνοιξα,
τα πρωινά ξετρύπωνα τον ήλιο και τις ώρες τις αργοπορημένες
έριχνα πάντα την αυλαία στο σκηνικό της θλίψης.
Το άρμα μου πορείες αστρικές διέγραψε στον χάρτη.
Γνώρισα πολιτισμούς ξεχασμένους και πατώντας σε
εδάφη απάτητα ως τότε μ' εμπειρίες γέμισα το σακί μου.
Ανάμεσα στο τέλος του λεπτού και στην αρχή τ' επόμενου
γεύτηκα τ' όνομα σου τελευταία φορά.
Ψέλλισα αργά τις συλλαβές για να τις φυλακίσει ο χρόνος.
Πολύ ψηλά και μακριά το κορμί και ο νους μου πήγαν,
μα την άγκυρα μου,μόνο για σένα την φύλαγα μεσ' τα χρόνια.

Υπόκλιση

Κοιτώ ταβάνι,πάτωμα και τοίχους.
Ο ζωτικός μου χώρος λιγοστός και πνίγομαι στα λάθη.
Ο αέρας δεν φρεσκάρει το αίμα μου και
το κορμί μου σαλεύει ταραγμένο στο κρεββάτι.
Αιωρούμαι ανάμεσα στις τύψεις και
τις Ερινύες που το παρελθόν μου προίκισε.
Το στόμα μου ν' ανοίξω να ουρλιάξω δεν τολμώ
και επιλέγω την νεκρική σιγή.
Η πνοή μου μόνο ακούγεται στο πέτρινο μου μαξιλάρι
και το αίμα εναλλάσσει τη ροή του στην καρδιά.
Σπαραγμένα μάτια ορθώνονται και
βυθίζομαι στο σκέπασμα βαθιά.
Το κάλεσμα δεν έχει ισχύ και ο ήχος απ' το ράδιο
μολύνει την μουχλιασμένη ατμόσφαιρα.
Δεν έχω αντοχή.
Αυτή είναι η μόνη γνώση που κατέχω μέσα στο γιορτινό
το κλίμα το ερχόμενο.
Δεν έχω βήμα να σταθώ και το άγγιγμα μου στο
γυμνό στρώμα με θρυμματίζει σαν γυαλί.
Η σκέψη ασυγκέντρωτη θερίζει την εναπομένουσα ψυχή μου.
Μετά όλα γύρισαν εναντίον μου.
Υποκλίνομαι στο τέλος και την τραχιά βοή.

Στον κήπο

Μικρός και ελάχιστος απλώνεσαι εμπρός μου.
Καταπράσινα φεγγάρια μου προσφέρεις κάθε νύχτα.
Τα λιγοστά τα δέντρα σου,πελώρια κατάρτια
μ' απλωμένα τα πανιά τους μ' αγκαλιάζουν στοργικά.
Το χώμα σου ευωδιάζει η βροχή και ευλογείς
τις αισθήσεις μου σε κάθε απλή μου ανάσα.
Οι πολύχρωμες ώρες οι απογευματινές με το παλτό
στην κρύα πλάτη και τα ανεμοδαρμένα τα πουλιά
συνομιλητές στην χαρά μου τούτη την παράδοξη.
Παράξενο μα δεν νοιώθω πόνο ούτε πίκρα,
ούτε θυμό ούτε μαράζι όταν τις ώρες μου περνώ
καθώς στα αγαθά σου πλανάται το βλέμμα μου τ' αόριστο.
Πόσες κρυψώνες και περάσματα υπάρχουν μυστικά
και μένουν μεσ' τον χώρο σου;
Πόσες νεράιδες ξεδιψούν κάθε πρωί δροσοσταλίδες πίνοντας
απ' τα φύλλα που φορείς;
Μέσα σε όλους τους καιρούς,ηλιόλουστους και βροχερούς,
την δύσκολη ομορφιά σου δεν την χάνεις,
γιατί στο πράσινο μπροστά το τυχερό σου
καμιά αντάρα να θεριέψει δεν τολμά.

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

Ασπίδες

Τα μάτια σου τα σκοτεινά,απ' ασπίδες
φωτεινές πίσω τα κρύβεις πάντα.
Μα η σκιά φαντάζει ομορφότερη απ' το φως.
Άσε τα μαύρα μάτια σου να γίνουν
πιο πολύ και απ' το πολύ δικά μου.
Η φιγούρα σου στα μαύρα είναι δοσμένη
και το χαμόγελο σου σκούρα θάλασσα
και τ' ουρανού τ' απέραντου βροντή.
Χρώματα μαβιά πένθιμα αγκυλώνουν
τη χροιά σου και μιλάς με μια φωνή
θαμπή από την έλλειψη χαράς.
Σκοτεινή κάθεσαι απέναντι μου,
δεν μπορώ να φτάσω εκεί που εκπέμπεις.
Μου είναι δύσκολο το βάθος σου,
κρατάω ανάσα μέρες τώρα και βουτάω μέσα σου
φοβισμένος,απ' την οργή σου μην με πνίξεις.
Και εκεί που λέω ότι φτάνω στο βυθό,
ο αέρας δεν μου φτάνει και γυρνώ στην επιφάνεια.
Είδα την άβυσσο να κρύβεις μέσα σου,
πολύς μου μοιάζει ο πόνος μα όχι αγιάτρευτος θαρρώ.
Προσδοκώ την άφεση σου.
Δεν ήρθα απ΄το χαμό σου να σε βγάλω,
Ήρθα μόνο να εμπλουτίσω το σκοτάδι σου
και το θυμό σου να κάνω κλώνο.
Το σκότος και η θλίψη δεν μου είναι άγνωστα
μα τ' αντίθετο μου μοιάζει να' ναι.
Η ζωή μου η φιλοσκόταδη...
Βασίλεψε για μένα ο ήλιος.
Κράτα το χέρι μου.
Να βλέπω...

Άθελα μου

Αφιλόξενη ώρα ειν'το τώρα.
Όλα τα χθεσινά τα άφησα για σένα.
Γιότασα ξανά μαζί σου χρόνια.
Σε πόνεσα τη μέρα τη δική σου.
Σου μίλησα για την τρέλα της στιγμής,
αφήνοντας το παρελθόν παρόν να γίνει.
Άθελα μου.

Το πειραχτήρι

Μια αλητόφατσα όλο μάτια είσαι και
για πείραγμα μονίμως διψασμένο τρέχεις.
Το βλέμμα σου πετά σπινθήρες και
τα χειλάκια σβουριχτά σου μένουν.
Στο νου σου τ' αδειανό μόνο τα τσιγκλίσματα
και αγαλμάτινο ούτε στα όνειρα δεν μένεις!
Σκαρφαλώνεις στα ψηλά,πηδάς στα χαμηλά και πάλι
με το παιχνίδι μοναδικό οδηγό σου!
Φωνή δεν έχεις μα σφυράς και η σπιρτάδα
σου ολοφάνερη σε κάθε είδους σκανταλιά!
Τη μια εδώ,την άλλη εκεί ποτέ δεν σε προφταίνω...
Τα ποδαράκια σου άπιαστα,σαν ανεμοστρόβιλος στο χώρο,
σκορπώντας σ' όλους δόσεις τρέλας και χαράς!
Ποτέ δεν είχες όρια,και τ' όχι δεν γνωρίζεις!
Η επιμονή σου συν το πείσμα σου το κάτι άλλο αλήθεια!
Ρουφάς εμάς που σ' αγαπάμε και στο φαΐ μπροστά,όλοι ξάφνου σου βρωμάμε!
Την υγειά μας με σένα την εχάσαμε,και μέχρι να την βρούμε πάλι,
άσε,ξέχνα το,γεράσαμε!

Για τον Ερμή

Στο κουδούνισμα μου ξέσπαγε η θύελλα χαράς σου πάντα.
Η φωνή από τον τρίτο σου στο ισόγειο το δικό μου.
Όλων των εποχών χιονονιφάδα,συντροφιά ζωής.
Πάντα παρατσούκλια σου κολλούσα στην παρέα.
Χάδια ωρών και ομιλίες στον βρόντο μεταξύ μας.
Το δικό μου το κουδούνισμα ποτέ ξανά.Ποτέ δεν θα τ' ακούσεις.

Λουτράκι,επιστροφή...

Αφήσαμε πίσω μας την γαλήνια θάλασσα την μαύρη
και τα λαμπερά φώτα θάμπωναν στον καθρέφτη μέσα.
Η γλυκιά σου νύστα αχνοφάνηκε στα μάτια.
Δυνάμωνες την μουσική και το κάθισμα έγερνες πίσω.
Λίγες όμορφες νότες και ο δρόμος μπροστά ελεύθερος
με το αμάξι ορεξάτο για βραδινά χιλιόμετρα.
''Σ' άρεσε;''ρώτησα.Η απάντηση δεν ήρθε.
Ο ταξιδευτής ο ύπνος σε είχε ήδη επισκεφτεί.
Πολύ αργά ήταν μου φάνηκε,με τ' αμάξι
γοργά να κυλά στο σπίτι.
Πόσες φορές κοίταξα το πρόσωπο σου!
Είχες ένα γέλιο ακουμπισμένο στα χείλη σου απαλά
και ευτυχισμένη ξάπλωνες το σώμα.
Τα φώτα μας προσπερνούσαν και οι μελωδίες
έντυναν τα όνειρα σου.
Σε κοίταξα,χαμογέλασα,γύρισα μπροστά διαβάζοντας τον δρόμο
και με το τιμόνι μεσ'τα χέρια πήρα την βαθιά ανάσα...
Το τιμόνι εσύ το κράταγες αλήθεια.
Μας οδηγούσες μέσα στ' όνειρο μας.
Επιστροφή.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Πεντάγραμμο

Έφυγες ποτέ απ' το σπίτι σου,χωρίς να έχεις πουθενά να πας;

Θέλησες ποτέ μια βόλτα,και δεν υπήρχε συντροφιά να σε πάει;

Έγραψες ποτέ γι' αγάπη,χωρίς να έχεις κανένα να διαβάσει;

Περπάτησες ποτέ σε μέρη γνώριμα,μα τα αισθάνθηκες σαν ξένος;

Ένιωσες ποτέ στα χέρια άλλου μέσα,σαν στο σπίτι σου να είσαι;

Ίσως μια μέρα στο σταθμό

Αυτός ο ήχος...ναι,το ήξερες πόσο με φοβίζει...έρχεται...
Τ' ακούμε και οι δύο.Στο στόμα μένει η παγωνιά.
Ήρθαν το ένα μετά το άλλο τα βαγόνια στη σειρά.
Ήρθαν με το χρώμα το κόκκινο,στα πλευρά τα νούμερα.
Θα σε πάρουν μακριά μου και πάλι μετά από πολύ καιρό.
Είχα μια μικρή ελπίδα και μια κρυφή χαρά πως δεν θα ανέβαινες.
Θυμάμαι σε τράβηξα πάνω μου.Μύρισα το άρωμα των μαλλιών σου.
Μέχρι σήμερα μένει στη θύμηση το βλέμμα σου που με κάρφωσε στο στήθος.
Η βαλίτσα στο πάτωμα.Ανάμεσα στα πόδια μας,μας χωρίζει.
Άδειασε κόσμο μπροστά στα μάτια μας.Και πίσω άφησε κενές θέσεις.
Σιγά σιγά άρχισε πάλι να γεμίζει και γω περίμενα το ''...θα μείνω...''.
Ήρθε η ώρα και η σειρά σου έφτασε,να σε περιμένει το ταξίδι των 9 ωρών.
Έσκυψες και στάθηκα να κοιτώ.Η αποσκευή μέσα στο μικρό σου χέρι στριμωχτά.
-Αντίο...θα σου στείλω μετά...εντάξει;
-Καλό ταξίδι μικρή...σ'αγαπάω...
-Και εγώ σ' αγαπώ.
-Θα έρθεις σύντομα;
-Ποτέ δεν έφυγα...
Μπήκες στο βαγόνι σου και κοίταζα τα βήματα σου.Μου έριξες μια ματιά
πριν ο βιαστικός κύριος πίσω σου σε σκουντήξει...και μου γέλασες.
Βρήκες την θέση σου.Άφησες τα πράγματα σου και βολεύτηκες.
Κοιταζόμασταν με ώρα μετρημένη να μας κυνηγά.Μίκρη μου φαινόταν η ώρα.
Σήκωσα το χέρι στο σημείο της καρδιάς,στην έδειξα και με τα χέρια μου
σου μιμήθηκα ότι σπάει.Το θυμάσαι;Και μου γέλασες...με τη γνωστή σου έκφραση
σα να μου λες ''Επ!Γιατί μου στεναχωριέσαι;''Με φάτσα πειραχτηριού!
Πάλευαν τα δόντια μεσ'το στόμα...πάλευα να κρατήσω τα δάκρυα να μην με δεις.
Λιγοκύλησε το τρένο.Οι μηχανές δυνάμωσαν και ο ήχος μαζί.Ξεκίνησες...
Σε κοίταζα.Με κοίταζες μέχρι το τέλος.
Έφυγα με αργά βήματα απ'το σταθμό.''Πόσο άδειος;Πόσο κρύο μέσα μου...''
Λίγα λεπτά πέρασαν μόνο...
Μήνυμα στο κινητό μου:Μου λείπεις ήδη...

Αλλιώς αν ήταν...

Ανυπέρβλητο κάλεσμα ανθρώπων.
Μάχιμος δισταγμός και κρυψώνα κόσμου.
Εσύ που ησυχάζεις μέσα στις θορυβώδεις τις στιγμές
και μοιράζεις πτητικά σύνεργα με λήξη προορισμένη.
Υποσχόμενη τραγωδία της φωτιάς και της σιωπής.
Υπόκλιση θέλησης της υπόδουλης ψυχής.
Λύτρωση λαγνείας ψεύτικης και πιστευτής αλήθειας.
Αφουγκράζομαι την ζύμωση της ζεύξης και
δηλώνω την απώλεια μιας πίστης αφιλόδοξης.
Καθημερινότητας αγαθά,υπό την προστασία διπλής φρουράς.
Ασυνάρτητη μελωδία μιας απροσδόκητα πλασμένης σύνθεσης.
Φυσαρμόνικα στα χείλη μα πνευμόνια άδεια.
Ερήμωση,εγκατάλειψη εκρηκτικού ντουέτου.
Αποδοκιμασία στις πρόβες.
Τρέλα και έκσταση μέσα στις πιο υποκριτικές στιγμές.
Τι όμορφα που θα ήταν,αλλιώς αν ήταν!
Αλόγιστη έκφραση αγάπης!
Τόσες υπολογιστικές μέθοδοι καλών και κακών πράξεων
και υποκινούμενων θελήσεων.
Αναγκαιότητα γεννόπονης επιθυμίας.
Ατάκα προσχεδιασμένη με ατυχή διατύπωση την αναγκαία ώρα.

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Υποταγή στη θραύση

Το πρωινό στις πλάτες μου και τις δικές σου τρεμοσβήνει
και ο ταχυδρόμος εξαφανίστηκε ή απήχθη από λογισμούς φιλόπονους;
Το φιλί του όχι στο γιατί δεν έπιασε και το φρύδι σηκωμένο,
σε στάση προστατικής υποταγής σε αλάθητο δεσμό.
Το χρίσμα της καρδιάς,πίστωση τραγοπόδαρων θεών
και τα σύννεφα μόνιμοι κάτοικοι πάνω από κατάνυξη ευχαριστιών.
Έχει για μένα φυλαγμένα ο ξοδευτής ο χρόνος,
μα και για σένα κρατάει τρομάρες στυγερές.
Στα φύκια χειμωνιάτικης ακτής και στα σκουπίδια παρελθοντικών πληγών.
Φανάρια λαμποκοπούν οι ιδέες στο πιο ηχηρό μου τώρα.
Νόμιζα για μια στιγμή...
Οι στροφές του κόσμου σκληρά χαστούκια στα ρόδινα τα μάγουλα σου.
Η τρελή της γειτονιάς υπερήφανη αρχοντική κατάρα που ξορκίζει.
Φιλάργυρη εγωπυρινική κεφαλή με ξεφτίζεις
και με μαγνητίζει μόνο η νεοειπωμένη ψυχική απάτη σου.
Τ' απόγευμα θα βγω στο ψύχος το αιχμηρό,του άγχους και της λοξής ματιάς.
Τα δευτερόλεπτα ηχούν στην ξεχασιά.
Άγνοια ονειρικής παρόρμησης και παράκληση ιερού.
Της μοναξιάς κουβάλημα στο στήθος και βροχερά τα βλέφαρα σου.
Ποιος σε δίδαξε τη φτώχεια να συμβιβάζεις στη ψυχή και να μένεις άπραγη;
Στα χαμηλά και στα ψηλά,στα πουπουλένια λόγια μ' έβαλες και ξάπλωσα.
Η διαίρεση του ενός,σε δύο μισάνθρωπους.
Μα εγώ είχα ήδη κοιμηθεί στα λόγια σου...


Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

Στα σκαλοπάτια σου

Γονάτισα μπρος στα σκαλοπάτια σου,
μία συγγνώμη να ζητήσω.
Σου έδωσα πάλι τα κομμάτια μου,
να τα βάλεις στη σειρά.
Γονάτισα μπρος στα σκαλοπάτια σου,
Ζήτησα πίσω τη ζωή.
Πάλεψα τρόμους,βρήκα δρόμους,
κρατώντας για σένα μια αγκαλιά.
Σε είδα κι αμέσως σ' αγάπησα.
Μια συγγνώμη,μια ζωή.
Κράτα τα λόγια τα μεγάλα σου.
Ήρθα ξανά μα όχι αργά,
μόνο για λίγο να σε δω.
Άνοιξα σύνορα,ταξίδευε.
Μια συγγνώμη,μια ζωή.
Δίνω τα πάντα ψυχή μου.
Στα χέρια σου μια ολόκληρη ζωή.
Μην με κοιτάς,άκου με.
Είναι η ψυχή μου και όχι εγώ.
Σ' αγαπώ...

Άτιτλο

Όμορφο μου δίψασε με.
Όμορφο μου βροχερό,
και ειν' η θάλασσα πέπλο μαγικό.
Όμορφο μου πέσε πιο σιγά...

Σςςςςςς...

Το φιλί είναι πάντα ανθρώπινο,για να γελάει η ζωή...
Η αγκαλιά είναι τόσο καυτερή,να ζεσταίνεται η ψυχή...

Το κρασάκι

Κι έτρεχε ακόμα το κρασί...
Ήσουν χρόνια στο βαρέλι.
Και είναι ακόμα μεσημέρι.
Τ' άρωμα σου σφραγισμένο.
Γευστικό και ευωδιασμένο.
Ζυμωτό και ματωμένο.
Αχ το στόμα μου βρεγμένο!
Στο ποτήρι μου σε βάζω,
λιγοστεύεις και τρομάζω.
Στο τραπέζι το χορτάτο,
το ποτήρι μου γεμάτο.

Μέσα σ'ένα ερωτηματικό

Τι αγιάζι σε σκεπάζει ψεύτικα και το γέλιο μου σκορπάει;
Ποια ασημένια όνειρα τα βλέπει η νύχτα και γελάει;
Ποιο χρυσάφι σε τυφλώνει σήμερα και το γεμίζεις ραβασάκια;
Ποιος χρυσώνει το φιλί σου και το μοιράζεις δίχως όχι;
Τι αγαπάς στο τώρα μόνο αστέρινη και παντού αφήνεις σπόρια;
Δρόμο παίρνεις δρόμο αφήνεις με γυμνά τα δυο σου πόδια.
Για που το έβαλες μικρή μου αστραπή,της νύχτας μου φεγγάρι;
Πως να διώξω τ'όνειρο σου απ'το δικό μου μαξιλάρι;

Ξανά

Μπες μεσ'το στέρνο.
Ξαναμπές.
Διώξε απλά το θυμό μου.
Δες μεσ'τα μάτια.
Ξαναδές.
Φίλα με στο μέτωπο μου.
Πες μου όχι.
Ξαναπές.

Ο χαρταετός

Κοίτα βρήκα με όλα τώρα.Βρήκα!
Σπάγκο να σφιχτώ,μεσ'τον αέρα να πετώ.
Κοίτα πιο ψηλά,εκεί είμαι κι εγώ.
Τώρα αμόλα το σχοινί,γέλα πάλι για βροχή.
Μην μου σκοτεινιάσεις γαλανή.
Κοίτα τα σεντόνια την αυγή σαν είναι άδεια.
Μ'όλα τ'άσπρα σε γυρνώ,μέσα στο σπίτι τ'αδειανό.
Κοίτα πάλι μέσα στο φιλί.
Πιάσε μου και τράβα το σχοινί,
να έρθω κάτω απ'τον ήλιο,να έρθω κάτω να σε βρω.
Πιάσε το σχοινί να μην ξαναχαθώ.
Μπες μεσ'τη φωνή μου ν'ακουστώ.
Λίγο ακόμα πέτα με,λίγο ακόμα πετάμε.
Γύρνα στη ντροπή σου,μην κλειστείς.
Γύρνα στο φεγγάρι να διαβείς.
Είμαι χρώμα στο βουνό,είμαι χώμα στο βυθό.
Είσαι λουλούδι στον σταυρό,ξέφρενο τραγούδι σε χορό.
Η καλούμπα μου χωρά και άλλο κόσμο,σαν στεριά.
Διώξε με μικρή μου ζωγραφιά.
Πες μου το τραγούδι σφυριχτά.
Μέσα στα χέρια σου κρατάς το ριζικό μου.
Τ' άρωμα μου το φοράς στα χείλη απαλά.
Άσε με λιγάκι σαν πετώ,σε στιχάκι μέσα να κλειστώ.
Ουρανέ μου σπίτι μου,με πετά η εκείνη μου...
Άσε απ'το χέρι το μικρό σου,τυλιχτό που δένει τον σφυγμό.
Να πετώ να έρθω,μέσα στο δικό σου Ντο Ρε Μι.
Κοίτα με λίγο που πετώ,πριν στον μικρόκοσμο μου να χαθώ.

Είσαι σαν το μέλι

Είσαι σαν το μέλι.
Κρυφτό μες τ'αμπέλι.
Ψάξε με λίγο ακόμα...
Μην με φοβάσαι,κρίμα.
Είσαι σαν το μέλι.
Πήγα κι ήρθα.
Ξαναπήγα.
Κι είσαι ακόμα σαν το μέλι.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Έλα πάρε με από δω...

Πότε αληθινά τέλειωσε κάτι;Και εγώ δεν γύρεψα ζεστή φωλιά.
Είπες λέξεις που τώρα λαβωμένες στέκονται.
Μα για σένα τα έφερα όλα αυτά,μαζί σου να γιορτάζουν.Για σένα μόνο τα έφερα.
Ποτάμι μισοφέγγαρο στα χείλη μου απομένεις.
Τα τρένα και οι αέρηδες στο σπίτι να σε φέρουν.Πιστά τα λόγια,οι σκέψεις,το φιλί.
Ξανά να ήσουν ζωγραφιά.Δειλά τα φώτα,με φέγγουν σαν κεριά.
Γυρνα στο στρατόπεδο μαζί μου να παλεύεις.Βρήκα παρτέρια ολάνθιστα να κρυφτείς.
Φεύγεις στα ξένα να σταθείς.Κοιμίσου πετροκέρασο,στη λήθη των χειλιών σου.
Δέντρα κλωνάρια και φτερά,ψηλά στα δύχτια του ανέμου χρυσαφιά μας.
Κοιμάμαι αραχνοΰφαντη στην άκρη των ματιών σου.Αγνάντεμα η νιότη σου.Αγιόκλημα.
Δεν δείχνω την κυλάδα μας που έπαιζες μονάχη.Πόρτες κλεισμένες βροχερές,
και ήλιος,τρόμος και ζωή,για σένα αστροφώτεινη στα έφερα στα χέρια.
Δώσ'μου,το σώμα,το γράμμα,το φιλί.Ξανά στα αερανθρώπινα,τα βλέφαρα τα χρυσά σου.
Κοιτάζω τον δρόμο,τον ίσκιο τον βαθύ,και γράφω,για σένα,για σένα μια αγνεία.
Ατμός,και δυόσμος και μήλο και κρασί,να πνέει για σένα αγάπη μου η πνοή μου μαγεμένη.
Να κλαίει το δάκρυ φλογερό στο άσπρο μου μαξιλάρι.
Για σένα αλαφροΐσκιωτη τα έφερα για σένα.Τα δώρα μου δεν πρόλαβα να βρέξω στο ποτάμι.Μα ήρθα και περπάτησα με σένα στο φουλάρι.
Δεν έχω λόγο να σου πω,να διώξω στο σταθμό.Έλα και πάλι,και πάλι και πάλι σε ξεχνώ,
μα όλα τα διπλόδενα για σένα στο φεγγάρι.Βάλσαμο είναι ο πόνος σου,
στο ψύχος ζεστασιά μου.Λιώνω,τα δέντρα,τα ξόρκια,τις γητειές.
Ύφος,αγέλαστο ύφος και τρανός,φωτιά τα βράδια τ'ανοιχτά και ο ύπνος ξεχασμένος.
Καβάλησε την άσπρη χήνα σου και έλα πάρε με από δω...

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008

Ταξίδευε εσύ

Όταν το βήμα το κάνεις βιαστικό
και εγώ θα είμαι μικρός ν' ακολουθήσω,
να μην κοιτάξεις πίσω,να χαρείς την περηφάνεια.
Κι αν με κρατήσεις μακριά σου και δεν σε προφτάσω
μεσ'τα χρόνια που θα έρθουν,μην με λυπάσαι εμένα,
να ευχαριστιέσαι το ταξίδι μοναχά
και εγώ πίσω σου θα είμαι αν κοιτάς.
Δεν θα κοιμάμαι όταν θα τρέχεις,
δεν θα ξεκουράζομαι ποτέ όταν θα πέφτεις να κοιμάσαι,
απλά θα προσέχω να κρατώ την απόσταση μας ίδια.
Το βήμα σου όταν θα αργοκάνεις,το ίδιο θα κάνω εγώ.
Το βήμα σαν θα γρηγορεύεις,το ίδιο θα κάνω εγώ.
Όταν θα σε ρίχνουν οι δυσκολίες μην φοβάσαι.
Είμαι πίσω σου ακριβώς,εγώ να σε σηκώσω.
Κι αν πάλι θα διψάς,θα σε προφταίνω,
με τις χούφτες μου γεμάτες με νερό να έχεις εσύ να πίνεις.
Όταν η ζέστη θα σε λιώνει και θα θες να εγκαταλείψεις,
μην σταματήσεις,θα φέρω εγώ τα σύννεφα με ξόρκια.
Το κρύο σαν σε παγώνει και κρύσταλλο θα κάνει την ανάσα,
μην σταματήσεις,θα αχνίζω εγώ τον δρόμο σου,
ζεστός αέρας να χαϊδεύει το πρόσωπο σου.
Ποτέ δεν σταματώ.
Πάντα ένα βήμα πίσω σου.
Ανάσα,ζωή,στο παρόν,το παρελθόν,στο μέλλον.


1000 ζωές και μία τόσο δα μικρή...

Βουτηγμένη στα παιχνίδια σου.
Μια ζωή και άλλη μία τόσο δα μικρή.
Παραμύθια για να σου ξεφεύγω.
Μα παράλυτος μένω εδώ...
Και αν μου έδινε το τζίνι τις 1000 μου ζωές;
Πάλι εσένα θα ποθούσα σ'όλες;
Πάλι εσένα θα ποθούσα σ'όλες.
Έρημη η παιδική χαρά.
Ψιχαλίζει στις ψυχές.
Και η τραμπάλα μας δεν γέρνει πια.
Έλα μια μέρα να με δεις...
Κρυφά,δίχως να σε δω εγώ...έλα...
Άδειο το παραμύθι ξαποσταίνει στα χείλη μου.
Και που να τα' ξερες όλα...
Βουτηγμένη στα παιχνίδια σου.
Πάντα μέσα σ'όλα,μα αυτοεξόριστη.
Σε ποιον τώρα να λέω τα πονεμένα που γεννώ;
Σε σένα να χρωστώ την ύπαρξη μου άραγε;
Σε όλες τις 1000 μου ζωές;
Σε όλες τις 1000 μου ζωές.

Για λίγο...

Για λίγο,σφράγισε τα μάτια...
Ελευθέρωσε κρυφά την ψυχή...
Εκατοντάδες τα χιλιόμετρα.
Κάνε απόλυτη ησυχία,για λίγο...
Κουβάριασε την σκέψη σου...
Ακόμα μια ανάσα πάρε...
Κράτα τη στα χρόνια...
Σςςςςς...Ετοιμάσου...

-Τ'ακούς;
-Με όλη σου τη δύναμη!

Ανάμεσα μας

Πάντοτε,πάντοτε....δάκρυα από παρελθόν και μέλλον.
Ποια λόγια λαχταράς να ακούσεις να στα πω;
Πάντα,όλα αυτά τα χρόνια ανάμεσα μας...
Η ανάμνηση χάρη δεν μου κάνει να μείνει Ξεχασμένη.
Σαν εκείνη την ελάχιστη,λίγο πριν στον προορισμό σου φτάσεις.
Τολμώ να κοπώ σε σχήματα πουλιών.
Σκιά σαν τον Καραγκιόζη,νύχτα καλοκαιριού σε δημοτικό σχολείο.
Πάντα,όλα αυτά τα χρόνια ανάμεσα μας.Πάντα...
Οι μυρωδιές στο χώμα αειθαλείς και τα παιχνίδια σκόρπια.
Εδώ και κει οι φορεσιές σου,στο άπειρο.Χαρτί δωσμένο στη φυγή.
Πριν ακόμα,μακρίνο το σπίτι μου.Εκτός ορίων.Εντός συνόρων και μπετόν.
Ολόλευκη η αυγή,δεν με περιμένει σήμερα κανείς αναρωτιέμαι...
Ύπνε,αλύγιστα τα βλέφαρα μου θα'ναι.Πριν καθίσω,για λίγο ας διαβώ.
Πάντα,πάντα όλα αυτά τα χρόνια ανάμεσα μας...
Στα μάτια δεν είναι άλλη από αυτή."Ναι,κοίτα..."
Χωρισμένες οι κραυγές και οι τύψεις.Χτίζεις με το βλέμμα φυλακές...
Κι ακόμα....ακόμα...ριμαγμένη και την φονεύουν.
Πάντα,όλα αυτά τα χρόνια ανάμεσα μας.Πάντα...

Νεκρολούλουδα

Μου έλειψες χαρά μου διπλοφόρετη.
Να σφίγγουν οι γροθιές οι αδόμητες.
Τι να ψάχνω ποτέ δεν όριζες στη κούνια.
Ακλόνητες δουλικές φοβίες,μυρομένες.
Έστρεφα τα λόγια με βουλιμία εμπρός.

Μου έλειψες χαρά μου διπλοφόρετη.
Ηχόφοβη η στεριά,δεν πάτησα ελαφρά.
Αερολόγες οι γερόντισσες στη νιότη μας.
Μικροδύναμη η θέληση σου σ'έσωσε ξανά.
Ρέει η θλίψη,και το πάντρεμα θηρίων ρήγμα.

Μου έλειψες χαρά μου διπλοφόρετη.
Δεν γεύτηκα την δόση την εύκαιρη την ώρα.
Χάθηκε το βήμα μεσοπέλαγα και θρήνεψε.
Φίλησα το ψέμα σου και ήχησα ο φτωχός.
Νεκρολούλουδα να στείλεις στη γιορτή μας.

Φόβος και όχι θάνατος

Ήρθε μέσα στην κάμαρα μια νύχτα αργά και κάθησε δίπλα στο κρεβάτι μου.
Με κοίταξε στην καρδιά και με φίλησε στο μέτωπο.Φιλί ιδιοκτησίας.
Δεν πάταγε στη γη.Τα πόδια του κρέμονταν σαν της μαριονέτας.
Στα αποστεωμένο δάχτυλα του έπαιζε τον χρόνο μου.Μου μίλησε.
Χωρίς ν'ακούσω την φωνή του τα λόγια του εισχώρησαν κατευθείαν στο μυαλό.
Η φωνή του σαν πικρόχολες κραυγές ανθρώπων έμοιαζε."Έλα μαζί μου,άκουσε..."
Δεν αντέδρασα.Με κοίταζε βαθιά.Επίμονα.Με άγγιξε στα μαλλιά."Έλα..."
Σηκώθηκα και στάθηκα δίπλα του με το ανάστημα μου ντροπιασμένο.
Δειλά έκανα βήματα πάνω στο χαλί.Το βλέμμα μου έπεσε στη φωτογραφία μας.
Ήμασταν εμείς αυτά τα παιδιά στη θάλασσα.Ήσουν εσύ και εγώ αδερφέ μου.
"Πως να φύγω;"Ψιθύρισα...Γύρισα πλάτες και τράβηξα κουπί νοσταλγικό.
Πλανεύτηκα απ'το κάλεσμα του,μα λίγο ήτανε.Επέστρεψα για σένα.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

Αλατινή

Ζούσε κάποτε μέσα στα μελλοντικά τα χρόνια
μια κοπέλα,μονάκριβη,και ξεχωριστή απ'όλους τους ανθρώπους.Τα μάτια της,
τα μαλλιά της,η καρδιά της,το αίμα και η φωνή της,φτιαχτά ήταν όλα απ'αλάτι.
Αλμυρογέννητη.Απ'το αλάτι το πιο αλμυρό ήταν καμωμένη.
Ζούσε στην πολιτεία την πιο κατοικημένη που σ'όλα τα
μέρη του κόσμου ήταν ξακουστή.Οι ξένοι την ονόμαζαν Κυψέλη.
Την κοπέλα την μονάκριβη τη νέα,οι άνθρωποι την φώναζαν Αλατινή.
Η Αλατινή όπου χάραζε το πέρασμα της οι τόποι και οι άνθρωποι γίνονταν
πλούσιοι.Τα λιβάδια με τ' ασημόχορτα μα και οι τσέπες των φτωχών γέμιζαν αλάτι.
Ότι εκείνη άγγιζε κι'ότι κι αν εκείνη θα έσπερνε νοστίμευε παντοτινά.
Είχε χάρισμα απ'τα λίγα η τυχερή να νοστιμεύει με την ύπαρξη της ολόκληρη
την πλάση εκτός από..!Η ματιά και η λαλιά της έσταζαν αλμύρα σαν την χάζευες και
συνάμα της μιλούσες.Σε ομόρφαινε και σ'άλλαζε το τυχερό καθώς το στόμα της άστραφτε
περίσσιους κόκκους.Είχε πάντα δεμένο στο λαιμό τον ήλιο και στον καρπό αναμνήσεις.
Μια μέρα σαν όλες τις ερχόμενες,συνάντησε ένα παλικάρι.Ένα παλικάρι σκοτεινό
και φορτωμένο με ένα αξιοπερίεργα θλιμμένο βλέμμα.Ήτανε νύχτα μόνο οι μέρες του.
Σκοτάδι ήταν συνέχεια οι ώρες του.Σαν λοιπόν τον κοίταξε η Αλατινή τον αγάπησε στο
πρώτο βλέμμα τους.Και αμέσως βρήκε το δώρο το πιο κατάλληλο να τον γιατρεύει απ'το σκοτάδι.Το είχε μαζέψει κάποτε απο τα σκουπίδια της Κυψέλης.
Του είπε "Θα φωτίζω το σκοτάδι σου" και του φόρεσε του νέου το φεγγάρι στο λαιμό.Σύμβολο της πίστης των αγαπημένων των ανθρώπων.
Μια μέρα τα επόμενα τα περασμένα χρόνια σύννεφα έβρεξαν τον ουρανό και μαζί τη γη.Η Αλατινή όμως ξεχάστηκε απ'τον έρωτα της για τον νέο και έμεινε μέσα στην αγκαλιά του απροστάτευτη κάτω απ'το νερό για μόνο λίγες ώρες μα αιώνια.Άρχισε να λιώνει μεσα στα χέρια του και αυτός κοίταζε απλά ανύμπορος να φέρει σωτηρία για την Αλατινή...
Αυτή καθώς χάθηκε από τα χέρια του σκοτεινού κύλησε μέσα στα ποτάμια.Πέρασε
πόλεις,χειμώνες και μονοπάτια και στο τέλος της πλημμύρισε την θάλασσα.Όπως σας είπα, πάντοτε η Αλατινή,με την ύπαρξη της νοστίμευε ολόκληρη την πλάση εκτός από..την θάλασσα,της οποίας το νερό μέχρι τότε ήτανε γλυκό.Και ξέρετε γιατί ζει το φεγγάρι ψηλά στον ουρανό;Ο σκοτεινός νέος όταν έχασε την Αλατινή,έβγαλε το φεγγάρι που του είχε χαρίσει εκείνη να φοράει στο λαιμό του και το πέταξε στον ουρανό.Έτσι κάθε φορά όταν έρχεται η νύχτα,το φεγγάρι λάμπει ψηλά φωτίζοντας όλων το σκοτάδι και καθρεφτίζεται στη θάλασσα όπου μέσα της ζει η Αλατινή.
Από τότε,στους χρόνους και τους καιρούς που περνάνε βιαστικά,η Αλατινή για πάντα κρατά κάθε νύχτα,μέσα στα χέρια το φεγγάρι.
Και όσο για τον νέο,αν κάνετε ένα περίπατο τα βράδια που το φεγγάρι υψώνεται στους ουρανούς,θα τον συναντάτε πάντα στα ακρογιάλια.Θα χαϊδεύει το νερό.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008

Τόσα και άλλα τόσα

Τόσα και άλλα τόσα.
Άλλαξα για το τώρα.
Και το μετά δεν το γνωρίζω.
Μα ούτε ποθώ να σε κρατήσω.
Τόσα και άλλα τόσα.
Έφυγες πάλι στα γοργά.
Χωρίστηκα στη μέση.
Σε χιλια κομμάτια.
Σπασμένα εκατομμύρια.
Τόσα και άλλα τόσα.
Απρόθημος στα τόξα.
Λιώνω την πορεία σου.
Τύλιξε με στη χούφτα σου.
Είμαι μικρός.Ελάχιστος.
Τόσα και άλλα τόσα.
Έτρεχα για σένα πριν.
Σημάδια κοφτερά.
Ψάξε λίγο πιο πολύ.
Τόσα και τίποτα άλλο.

Δεν βρήκα τις λέξεις να ξεστομίσω

Δεν βρήκα τις λέξεις να ξεστομίσω όλα όσα έχω για σένα
στα σκοτεινά σημεία του κορμιού μέσα στα πιο βαθιά.
Είναι το άπειρο κλεισμένο μέσα σε ένα μικρό μαγικό και γυάλινο
χαλί που μας πήγε το πιο μακρύ ταξίδι κι'άντεξε το βάρος της σιωπής.
Δεν βρήκα τις λέξεις να ξεστομίσω εκείνα τα ιερά τα απόκρυφα
της αγάπης τα ζεστά.Το κορμί και η ψυχή διαχωρίζονται στη πίκρα
και γίνονται θανατηφόροι εχθροί να σαπίζουν μεταξύ τους.
Είναι φανερό πια το "έλεος" μιας ζωής.
Δεν βρήκα τις λέξεις να ξεστομίσω τα λόγια όταν κοίταζα
το πρόσωπο σου και βελτίωνα την ποιότητα της σιωπής μας.
Όταν όλα έχουν χαθεί,τι μένει να κρατάς στο βλέμμα μέσα;
Δεν βρήκα τις λέξεις να ξεστομίσω όλα τα θαύματα του κόσμου
να σου πω σε μόνο δυο λεπτά μέσα μια ολόκληρη ζωή.
Και όλα τα σεντόνια τα ρίχνω πάνω στα όνειρα που μένουν
ξανά ανοίκιαστα.
Δεν βρήκα τις λέξεις να ξεστομίσω και είχα άπειρα λόγια να σου πω
και μια τελευταία φορά δεν βρήκα τις λέξεις να ξεστομίσω.

Εντός

...μιας μικρής ώρας δεν θα είμαι πουθενά να με βρεις.
...μιας μεγάλης διαδρομής δεν θα βρεις το δρόμο της επιστροφής.
...μιας άνοιξης ευωδιαστής δεν θα έχω εγώ τα λουλούδια.
...μιας τεράστιας φωλιάς δεν θα ξυπνήσω ποτέ ξανά.
...μιας αγίας προσευχής δεν θα βρεις "παρακαλώ" να πεις.
...μιας στιγμής δεν θα δεις τι ετοίμασα για σένα σ'όλα αυτά.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

Αντέχεις;

Άνοιξα το συρτάρι,γέμισα αναμνήσεις ζωντανές
και λιγοστά τα χρήματα.Φωτογραφίες ανθρωποφόρετες
να γυροφέρνουν συνταγές καλής αγάπης.
Ένα ρολόι σπασμένο,ένα μικρό κουμπί
σαν άνοιξα τη μέρα εκείνη το συρτάρι.
Δεν έχω πολλά να πω,δεν έχω να δώσω τόσα.
Επανάληψη μισοζωής.
Φτάνω σε λίγο,απλώνοντας το χέρι μου να πιάσω τη σκιά σου.
Μόλις λίγα βήματα πιο πίσω σου είμαι.
Η όψη σου ολόδικη μου τιμωρία.
Έχω ακόμα ζωή;Έχω ακόμα.Για σένα ακόμα κρατιέμαι.
Να έχω να σου δίνω.
Μην φεύγεις.Ακόμα.
Αντέχεις;
Δεν περιμένω.

Άτιτλο

Σου βρήκα ξανά τις προσευχές
στη ζωή σου να έχεις και λίγο πια να
μην σιωπάς στις πιο κρυφές σου ώρες.
Έφτασα και πάλι ως εσένα
και κοίτα τώρα τη μεριά μου να φανείς.
Έφτασα αργά πάλι ως εσένα;

Άτιτλο

Νύχτα εσύ μόνο με αγάπησες και μου έδειξες
τη ζωή να συμβαίνει σαν σε πορεία τύχης
μιας διάσπαρτης κι' αόριστης χαράς.
Πτώση και κρούση δυνατή,σφοδρή.
Πάω για ύπνο ανήμπορη,πάντα.

Ξύπνημα

Πολύ νωρίς σηκώθηκα,με τον ήχο σαν από την Αφρική
να συναντά την ακοή μου την αχνή.
Άνοιξα τα μάτια αμόλυντα και ίσως χασμουρήθηκα.
Έσπρωξα με τα μισά μου χέρια το σχεδόν άψυχο σώμα
να σταθεί όρθιο και δυνατό να δείξει στους εχθρούς.
Να νιώσω την χαρά της συμμετοχής.Την ένιωσα σήμερα.
Συμμετοχή στα πλήθη αγνώστων μέσα.
Να γίνω κουκίδα στ'ανοιχτά.
Που είσαι και γι' ακόμη μια φορά
σαν στάχυ ξεδιπλώνω την ψυχή;
Θερισμός.

Στον ύπνο

Οι ανάσες βαριές,κλασσικές μελωδίες.
Που και που αρρύθμιστες κι' αστείες.
Το μολύβι θορυβώδες
τούτη την ώρα την αργή.
Κλειστά τα βλέφαρα και η ψυχή
σαν το θερινό,το παλιό το σινεμά.
Ερημικά ας ειν' τα μάτια.
Ακούω μόνο σήμερα.
Φεγγίζω σήμερα τα πρόσωπα σας.
Ύπνος ποθητός σας σήκωσε στο πέλαο!

Τόσο δα...

Τι γλυκιά στεκόσουν και με κοίταζες
χαμένη όλα τα μεσημέρια!
Πόσο όμορφα όλα τα "όχι" εσύ τα είπες!
Δευτερόλεπτα γεμάτα έτη και ψυχές.
Με τίναζε,με άρπαζε.
Και να ήσουν εδώ να τα έβλεπες
πως με κατάπιναν!Ευτυχώς!
Ελπίζω να το δεις...
Ελπίζω.

Τίποτα δεν ξέρεις!

Βαθιά,εκεί που δεν φτάνει
ούτε η ίδια η ασχήμια η δικιά μου.
Εκεί που η εχθρότητα του κόσμου
δεν κοπιάζει.
Μέσα μου τόσο μητρικά κι' ανθρώπινα
εκεί μέσα σε κρατώ.
Σώπα.Πάψε!Ποτέ.
Ανάσα εδώ να γεννάς.
Ζω για το χατήρι σου.
Ζω γιατί ποτέ σου δεν θα καταλάβεις,
κι ας λες εσύ πως ξέρεις.
Τίποτα δεν ξέρεις!

Θλίψης

Μια νύχτα από χιλιοδωσμένη θλίψη.
Θα υφαίνω φυλαχτά να
έχεις να φοράς αστέρινη.
Μια νύχτα από χιλιοδωσμένη θλίψη.

Μια ανάμνηση πικρολουσμένη νιότη.
Θα πλέεις στα όνειρα του κόσμου.
Να σου χαρίζω τ'ομορφότερο σου.
Μια ανάμνηση πικρολουσμένη νιότη.

Μίλα να σ'ακούω

Το σκοτάδι εγώ φοβάμαι,ημιτελές ''γιατί".
Πως τώρα πια δεν έρχεσαι σπίτι;
Μένω στο κρεβάτι,κάτω απ'το σκέπασμα.
Τον ατελείωτο χρόνο που λίγος μόνο μου μένει.
Δεν φοβάμαι τ'ανοιχτά,τα κλειστά είναι που φοβάμαι.
Τα σύνορα του μυαλού των ανθρώπων.
Λίγο πιο πίσω.
Μοναξιάς φαντάσματα και τέρατα.
Δεν την αντέχω τη σιωπή,μίλα να σ'ακούω.

Ξένο

Το είδωλο σκοτεινό χαράζεται.
Μένω ξερό χορτάρι.
Το πλήθος σας κοιτάζω.
Στο μυαλό η μόνη πίκρα.
Όχι γιατί το θέλησα.
Μόνο για λίγο.
Τα πάντα.

Θύλακες των χρόνων

Λιγοστό το φως να χαϊδεύει το χαρτί.
Από κάτω η μουσική και οι φωνές σας,
δροσερές σαν άνεμος βουνού με ρέουν.
Οριζόντια προβολή της σκέψης μου.Μεσάνυχτα.
Έξω οι περήφανες κορφές μας ορίζουν.
Τα πράσινα σωπαίνουν στη σκιά των χορευτών των αστρικών.
Να έβγαινα έξω τώρα να φωνάξω τ' όνομα σου
και μέσα στις χαράδρες να το ηχεί σαν προσευχή
ο καημός που θα κρύβει κάθε συλλαβή.
Να καούμε δύο φωνές.
Αυτή η σκάλα μας οδηγεί σ' επίπεδα του χρόνου.
Πιο βαθιά,καθώς εσύ πάντα τους όριζες τους πόλους.
Ο2.
Έχω ακόμα στους θύλακες των χρόνων.
Ο2.
Δεν υπάρχει τίποτα φτωχό,τίποτα άλλο.
Εσένα χαζεύω τη νύχτα τούτη,την μακρινή σου νύχτα.

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

Ναι σε όλα

Όταν δεν θα έχω αντοχή,να με ωθείς θα είσαι δίπλα μου;
Στα πιο δύσκολα μου μέσα,να με υψώνεις θα είσαι εδώ;
Όταν δεν θα βρίσκω διαδρομή,θα γίνεις για μένα διαφυγή;
Όταν θα περιπλανιέμαι μόνος στο σκοτάδι,θα είσαι εσύ το φως;
Στην πιο απόλυτη ισοπέδωση μου,θα με κρατάς σφιχτά απ'το χέρι;
Στα πιο βαριά μου βάσανα,θα είσαι εδώ για μένα;
Σε καιρούς αδιάβατους,θα με κάνεις να πετάω μακριά;
Όταν όλα θα μοιάζουν τέλος,θα μου χτίσεις εσύ την αρχή;
Στον πόνο τον πιο βαθύ,στον ατελείωτο χαμό μου,
στα δεινά και στη δυστυχία μου,στην κραυγή μου την αόριστη,
στο πένθος μου,στη πιο μεγάλη θλίψη,στην κατάπτωση.
Θα σταθείς μαζί μου εδώ ή θα χαθείς και συ;

Όταν όλα θα με πνίγουν,θα είσαι εδώ να με κρατήσεις όρθιο;
Όταν οι φόβοι θα με πλακώνουν,θα με κάνεις εσύ ατρόμητο;
Μέσα στην τεράστια ταραχή μου,θα με γαληνεύεις;
Στο πνιχτό μου "έλεος",θα γίνεις εσύ η φωνή μου;
Στις πιο πικρές στιγμές μου,θα είσαι συ εδώ να με ανεβάζεις;
Όταν δεν θα έχω που να πάω,θα γίνεις εσύ το σπίτι μου;
Όταν μακριά σου εδώ θα σβήνω,θα προσεύχεσαι για μένα;
Όταν όλα θα γίνουν αφόρητα,θα αναπνέεις εσύ για μένα;
Όταν θα πεθαίνω κάπου εδώ μόνος,θα με ζεις;
Στον αβάσταχτο πανικό μου,θα γίνεις λύτρωση μου;
Στην απουσία μου,θα γίνεις παρουσία ή θα φύγεις και συ;
Στη σπαρακτική μου φρίκη,στο θάνατο μου,στην απελπισία.
Θα μείνεις ή θα φύγεις και συ;

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

Επισκιαστική.Τρομακτική.Αδιάφανη.
Δεν με ξεχνά ποτέ,ακόμα και μέσα στη πιότερη χαρά μου.
Είναι πάντα ακουμπηστή στον ώμο τον δικό μου.
Με αγγίζει μεσ'τα σκοτεινά με πονεμένο χάδι.
Δεν μ' αφήνει να στεριώσω λιγοστά έστω λίγο και κλεφτά.
Μ'αγκαλιάζει και φλερτάρει με πικρογέννητα φιλιά.
Δεν μ' αγγίζει για κακό κι ούτε απ' την άλλη τη μεριά.
Δεν φεύγω.Ούτε να δικαιούμαι να ομορφαίνω δεν μ' αφήνει.
Τυραννική.Αλύγιστη.Ανίκητη.
Αιώνια αυτή.

Λούνα παρκ

Οι φωνές οι παιδικές και τα λαμπιόνια αστράφτουν διαμαντένια.
Τα γέλια μεσ'τα μάτια μας και οι καρδιές φευγάτες ήταν πάντα.
Απάνω στη ρόδα την χρυσή γυρνούν μαζί τα όνειρα πιασμένα χέρι χέρι.
Τα αμαξάκια στη σειρά να καρτερούν τα γκάζια.
Στο βάθος το ατμόπλοιο,φορτώνει ραβασάκια για τους μακρινούς χειμώνες μας.
Και εγώ και συ με σπίθα άγρια και καυτή να σιγοκαίει στα στήθη.
Ρέει το μέλι άφθονο πάνω στα παγωμένα,το χάχανο και οι ψίθυροι πάντα εδώ γιορτάζουν.
Τα ρομπότ κι οι σιδερένιοι άγγελοι όλους μας συλλογιούνται,
μας ανεβάζουν στα ψηλά και μεσ'τη γη καρδιοχτυπούμε ερωτευμένοι πάλι.
Σε κοίταξα κατάματα βαθιά εκεί που υπάρχεις πάντα,και μ' ένα βλέμμα από θάλασσα
σε γέμισα αστέρινη ροδανθινά φεγγάρια.
Αλλάζουνε τα φυλαχτά και η ψυχή σου τρέμει,μα σε κρατώ απ' το χέρι μεσ'τις μέρες.
Δεν σ'αφήνω.Μην φοβάσαι.
Μακάρι αυτός ο κόσμος σου να υγιαίνει τον δικό μου.Και ο δικός μου πάντα ο βροχερός να
ξεπλένει τους καημούς μας στα νερά και να μένει ξεχασμένος στη δουλειά.
Παντού κυλούν οι μουσικές και τα φτερά μας ειν' ολόχρυσα από τον έρωτα αγγιγμένα.
Τα παιδιά να τρέχουνε παντού στα μαγεμένα κι εγώ εδώ,δίπλα,παραστέκομαι να σε κοιτώ
να χαμογελάς παραμυθένια.
Αχ!Τι όμορφη που είσαι αστέρινη!
Στα μάτια τα δικά σου οι πόνοι μου αρνούνται μα τώρα παραμάσχαλα τους κουβαλάω στην δύσκολη πνοή τη βίαιη τη δική μου.
Και κοίταξα τα σύννεφα,τα άστρα,τα πουλιά.
Και κοίταξα εσένα,τα παιχνίδια,τα παιδιά.
Και κοίταξα τους φόβους μου,τη μοναξιά,τη θλίψη.
Το δικό μου το χαμόγελο για σένα το φυλάω να ξέρεις.Καθόμασταν ακριβώς εκεί,επάνω στ'αλογάκι μας,στο κουρδιστό το καρουσέλ της χιλιοειπωμένης προσευχής και λιγογέλασα σε σένα.Το χέρι μου έβαλα αργά πάνω στο δικό σου,με κοίταξες ξαφνιασμένη στα κλεφτά και γύρισες πάλι μεσ'το φως το βλέμμα σου.
Και την ώρα που αισθάνθηκα έτοιμος τη ψυχή μου να ομολογήσω,δεν με κοίταζες την απόκρυφη εκεινή μονάκριβη δική μου ώρα.Κρυφά όμως στο σιγοψιθύρισα μέσα στις φωνές...
''Σ' αγαπάω ανεξάντλητα...''
Μ' άκουσες.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

Άπιαστη

Σαν τ' αστραφτερό τ' αγριοκέρασο στο πιο απόμακρο κλαδί
που καρτερώ το σκοτεινό να λάμψει να δροσίσει.
Σαν τ' αγαπημένο το πιο πολύ,τραγούδι ραδιοφώνου
που στ' άκουσμα του σαγηνεύουν οι πιο τρισδιάστατες φωνές.
Σαν τη μελωδική μου εξομολόγηση στ' όνειρο μέσα του πιο ξένου
και σαν υψώνω τη φωνή με νοσταλγούν οι φυλακές κακές παλιές μου
Σαν μπαλόνι παιδικό και πιστευτό συνάμα
που σαν το γλυκαθώ και το χέρι ξαν'απλώσω μου το φυσά και φεύγει.
Σαν υπέροχο χρώμα δυνατό ηλιογέννητο δοσμένο
μα μέσα σ' ένα πίνακα αυτό κοιτά κλεισμένο και αφώναχτο ξεμένει.
Σαν άγριο ξωτικό με γέλιο φωναχτό,με κορδέλα και κουδούνια
που σαν σε πιάσουνε τα φώτα άσπλαχνα σ' εξορίζουν.
Σαν το πι' όμορφο χαμόγελο που το κοιτάς να το χαρείς
κλάμα το σκορπά φτιάχνοντας σκάρτα το φινάλε,εσένα για να δεις.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Άτιτλο

Τρέχουνε σα ρόδες ποδηλάτων παιδικές και με ξυπνάς αιώνια.
Με μια ρόδινη σιωπή σαν με κοιτάς στο βάθος.
Μέσα στο σπίτι σου γοργά μ' άνοιξες εμέ ξανά τον σφραγισμένο.
Από καιρό το πίστευα πως στέρευα στο πλήθος.
Τρέχουνε εδώ και κει οι αέρηδες,τα γέλια μου γιορτάζουν πάλι.
Εσύ μονάχα το έκανες να σκορπίσεις τη σιωπή μου.
Γεύτηκα την τρέλα σου μικρή μου οφθαλμαπάτη ξακουστή.
Και ζω μία φορά νέα τον εαυτό μου στα παλιά σαν εχάθει.
Μετά τόσα τα κακά σαν ολοκαίνουριος νιώθω μεσ'το μέλλον.
Τώρα η γητειά η δική σου πυρκαγιά,πύρινη και σβήνω.
Δεν έχω λάθη εγώ πολλά στα κρυφοκλεφτά να ζήσω
και μαζί στα νιόστρωτα τα φεγγαρόλουστα τα βράδια
ανοίγω τώρα τις ευχές στα γόνατα να μείνω.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

Μόνο

Σήμερα,τις μελλοντικές ώρες σήμερα και μόνο.
Εσένα μόνο θα έχω κατά νου μου μόνο και μόνο σήμερα.
Εσένα μόνο ιέρεια και μόνο όλη την ώρα.
Δεν έχω λόγια σήμερα,μόνο σιωπή για σήμερα και μόνο.
Εσένα μόνο αθέατη,μόνο πια μόνο σήμερα.
Έχω για σένα σήμερα,μόνο μα μόνο για σήμερα και μόνο.

Σούρουπο

Αγαπημένη μου ώρα εσπερινή μου φανερώνεις μαγικά.
Ζω τα πρωινά,να έρθω ξανά να στυλωθώ κοντά σου
που το ψυχρό ημίφως σου με τη δική μου ανάσα πλημμυρίζεις.
Αχ!Λατρευτή μου ώρα εσπερινή ποια θεότητα σ' ορίζει;
Σε κάθε συνάντηση μας κάνεις γαλήνια θάλασσα τη λυγιστή ψυχή μου.
Πιο ψηλά στο ιαματικό σου φως,ώρα ελάχιστη κι απέραντη μαβιά.
Ζηλευτή είσαι για την μέρα και τον ήλιο και από το φως και την παράσταση
με πλέεις στο παρασκήνιο.
Ώρα γαληνευτή μου υπέργεια δαμάζεις τ'άσχημά μου
και μια εισπνοή απ' το μεγαλείο σου τη λήθη μου αληθεύει.
Να περιμένω μια ζωή στα πρωτόλευκα κι αβίαστα σ' αγαπώ σου.
Αυτές οι ώρες οι αστέρητες του βασιλείου της μοναξιάς μου
αυτές και μόνο αυτές,να γράφω για σένα τούτη την στιγμή.
Εκείνες μόνο με κινούν.

Άτιτλο

Απ άνου σ' ένα μικρολούλουδο σε βρήκα να κυλάς
ψιλή δροσοσταλίδα μου και της ψυχής μου δάκρυ.
Απάλευτος ο πόνος,της μοναξιάς καθρέπτης μου είναι
με ρίχνεις τόσο απρόσμενα σε φυλακής παιχνίδι.
Με μια φωτιά αδιόρθωτη τα καίω και τα σβήνω
όλα όσα έχω στη κραυγή,τόσα κι άλλα τόσα.
Που λύνω να μη φτάνω τη δίψα της λαλιάς σου.
Τ' ακούσματα τ' αλόγιστα δικά σου στων κυμάτων μου τη μέθη μέσα.
Τρέλα της καρδιάς μου εσύ δική μου ολοδική μου τρέλα,
λιώνω τόσο πολύ και πιο πολύ ηδονικά
μεσ'το γλυκό τ' αθάνατο το λατρευτό σου ψέμα.

Ο Σαλίγκαρος

Κινείς παντού το σπίτι σου ελάχιστο μου ψιχουλάκι
κι όπου ταξιδέψεις τ' όνειρο κι η πλάτη σου σπιτάκι.

Στο δρόμο αυτής της ζούγκλας σου αφήνεις τα σημάδια
ξεροσταλιάζεις όμως τ' άμοιρο τα καψερά τα βράδια.

Κινείς μαζί τ' ολόστρωτο κι ονειρευτό κρεβάτι σου
κι απορώ πραγματικά να μπω στο καλυβάκι σου.

Μακάρι τα δικά σου τα ταξίδια μέσα στο κήπο μας να ζούμε
κι αλίμονο σε σε που τραγουδάς σε μας μπορούμε!

Τόσο αργό το βήμα σου ακίνητο μου μοιάζεις
και το συρτό το σωματάκι σου στο άπειρο το στάζεις.

Διώχνεις φρικιά απ' το δρόμο σου γλυτώνεις καταστάσεις
και το μικρό το σπίτι σου απ' τη πλάτη δε τ' αλλάζεις.

Φτωχός πια κάθομαι κοιτώ το βήμα το δικό σου
και ονειρεύομαι ζωή πικρή σα το σταυρό σου.
Αγάπη,
δεν ξέρω αν με λόγια μπορώ να σε ξυπνήσω.
Τις φωνές μου δεν ξέρω αν τις ακούς.
Στο πέλαγος,στο σούρουπο,στη μυρωδιά της βροχής,στα σύννεφα σε είδα.

Άτιτλο

Σε διάφανο ψίθυρο ερωτευμένου ανθρώπου μέσα ζεις "σ' αγαπώ".
Ήρεμη θάλασσα π' αντανακλά χαμόγελο μικρού παιδιού
καθώς με παραμύθια μαγεμέν' αποκοιμιέται.
Στην πιο κρυφή αγκαλιά παίρνω πνοή και ζω τα όνειρα στο ξύπνιο βλέμμα μου
καθώς τα μάτια σου αντικρίζω.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Για σένα

Είναι γαλάζια έξω,τρομάζω τις αυγές.
Φωνάζω στα πουλιά την ώρα να ξυπνούν.
Πως να τρανέψω σήμερα
αφού το φως δεν συλλογιέμαι;
Γλυκά με αγαλλιάζω ο ύπνος και
τρέμω να σταθώ.
Η μέρα πολυτάραχη απέναντι μου με χτυπά
και τρεμοπαίζουν οι αχτίδες απ' τα σίδερα μπροστά.
Τα μάτια μου απλάνευτα για ώρες δίχως χρόνο.
Και μια σκέψη συνταράσσει για πάντα το βαθύ εγώ μου.

Μεγάλη Άρκτος

Επτά,ειν'οι πόνοι αυτοί που γαληνεύονται ορθά.
Επτά,τ' ορίζοντα σημεία,π' ορίζουν τις χαράξεις.
Τα μάτια μου ανήμερα θεριά,ορκίζουν τα ολόφωτα δεσμά μου.
Επτά,να συνορεύουν το απέραντο και συ τελειωμός επίμονος.
Με πείσμα συντάσσετ'η λαλιά σου χωμένη στα κρυφά μας.
Χάρισμα πολύτιμο οι πόνοι,αφιερωμένη.
Κινείς ασπίδες αστρικές στη μάχη τη στερνή μου.
Που βρήκες την ψυχή τ' αστέρια να δαμάσεις;
Πρωτοχορευτές τα όρισες του δακρύπνιχτου οργής χορού μας.
Εσύ κυρίεψες θεούς.
Πριν,έκανες δικούς μου τους επτά σου γιους,αφιερωμένη.
Το ζωτικό το ίδιο κύμα μου με πνίγει στην βροχερή ακτή του χρόνου
κι από πάνω μου στάζει τους καημούς η χλωμή η ίδια η ασημόσκονη βροχή.
Αφού σε σένα στέλνω τη χαρά,ας με πονά εμέ το κρίμα.

3:27

Ήρθα κι' αυτή τη νύχτα να σε βρω,στο σήμερα δεν είσαι.
Με ένα ψυχρό φως μέσα στη ψυχή μου να μου λέει "όχι".
Μα το ξέρεις,πως ποτέ δεν το θέλησα να σε πονέσω.
3:27 και μου γράφεις ''Σ' αγαπώ βαθιά όπως και συ...''
κι' ανατριχιάζω μεσ'τα μέρη των ψυχών μου.Νεκρώνω.
Δεν είχες μέρες να μου πεις.Δεν μίλαγες.
Και αυτό το μήνυμα στην οθόνη,
κι'ο αριθμός σου να φεγγίζει το σκοτάδι μου.
Και ξάφνιασμα με έκφραση στο πρόσωπο.Πως;
Πως τόσο καιρό εχάθεις με τις μέρες μου σαν δώρα;
Και καθόλου δεν κελάηδησες.Τόσο πολύ καιρό.
3:27 και με θυμάσαι πριν τα μάτια σου κλειδώσουν.
Σου γράφω λόγια γιατί δεν έχω πια πράξεις να σου δώσω.
3:27 και τα μάτια και γω κλείνω.Πριν να βυθιστώ και πάλι.
Δεν έχω πια αντοχή,να κάνω για σένα το φεγγάρι.

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2008

Κυριακή

Αερικό!Που τα'χες ολ'αυτά τόσο καλά κρυμμένα;Ανεκπλήρωτη ευχή είσαι,που ήρθες και μου ράγισες στα απόμακρα τα ουράνια.Σαν από Ανάσταση.
Και που να βρω κουράγιο να σε πιάσω και τα κομμάτια σου να εμπλουτίσω;
Τόσο κοντά και την ίδια ώρα άπιαστη φαντάζεις.Μικροδείχνεις.
Δεν την έχω την απαιτούμενη φωνή ν' ακούσεις να σου πω όλα τα τόσα παράπονα μου.
Και οι ώρες μου μικρές ανθρώπινες,γεμάτες από πίκρες ανυπέρβλητες.
Τόσο μεγάλα βάσανα στραγγαλίζουν τη χαρά μου τούτη δα την ώρα.
Κυριακές ανεπιθύμητες,τρομακτικές,από φαντάσματα χτιστές.Τ'απογεύματα...
Έτσι είναι πια τα λεπτά του χρόνου την ώρα της ηλιακής ταφής.Που άραγε αυτή την ώρα να σε βρίσκω τώρα;Που να πενθέις τα νιόφωτα;
Αχ!Πόσο δύσκολη φαντάζει η συνέχεια σου;Τα λόγια μου στέρεψαν τη βοή που σώπαινες στα
περασμένα χρόνια.Όλα αυτά τα χρόνια.
Ξαφνικά!

Της γης

Σκορπάμε τους καρπούς σου,κάθε απλή σου μέρα
γιατί δεν έχουμε στο νου μας,εσένα ως μητέρα.
Δωρίζεις απλόχερα ζωή,σε κάθε ένοικο σου
κι' αυτός με απόλυτη σειρά,χαράζει το προικιό σου.
Η πνοή σου δηλητήριο,φαρμακώνει τις ψυχές
ο άνθρωπος εις βάρος σου,δεν σταματά κλοπές.
Και έκλαψα και πόνεσα,για σένα πικρομάνα
που'χεις φυλαγμένα δάκρυα,παιδιών,για κάθε μάνα.
Κι'η ξαστεριά αργεί να έβρει,τον αδιάβατο τον δρόμο
μα δύσκολα σαλεύει κι η ζωή,μετ'άπο τέτοιο φόνο.

Σκανταλιές

Κάτω,χαμηλά στα έγκατα της γης εργάζονται αιώνια.
Της γης το δέντρο ροκανίζουν,το πονεμένο δέντρο τρώνε
και τραγουδάνε σιγανά,με χείλη ξεραμένα.
Και μια φορά το χρόνο στον αφρό σαν βγαίνουν βιαστικά
μοιράζουν σκανταλιές σ' όλη την πλάση τρυφερά.
Στον κόσμο τον αγέλαστο γέλια στο στόμα ζωγραφίζουν
με πονηριά ατελείωτη σκορπούν αστροφεγγιά,ζαλίζουν.
Φωνές σφεντόνες ειν' η προίκα τους καπέλα στα μαλλιά τους.
Και σαν τον κόσμο τούτο τ' άσχημο για μια στιγμή σαλέψουν.
Ξάφνου με μια κίνηση,των φώτων φτερουγίζουν
πηγαίνουν πάλι μεσ'τα έγκατα,ξανά για ν'αρχινίσουν.

Κομμάτι

Λείπεις από την ύπαρξη μου.
Είσαι το κομμάτι αυτό που λείπει απ'το πάντα.
Γεννήθηκα λειψός να ψάχνω το χαμένο.
Στα έξω δείχνω ολόκληρος
μα εσώψυχα ζω ελλιπής.
Εσύ είσαι που λείπεις από μέσα.
Σε βρήκα μέσα στους καιρούς
το κομμάτι αυτό που έλειπε
και σ' έβαλα στο σημείο.
Αταίριαστο ήσουν μοναδικό κομμάτι που έλειπες.
Εσύ.

"...έχε πίστη..."

Ήρθα ξανά,δεν έφυγα ποτέ.
Πίστεψα σε λόγια αφύσικα.
Κράτησα την ευλογία για το μέλλον
Έλα,έλα μια νύχτα χωριστά μου
''...μονάχα έχε πίστη..."
Τα λόγια τα χρυσά σου.
Πίστεψα σε λόγια αφύσικα.
Γιατί τρέχεις όσο καίει η φωτιά;
Και που είναι όλα τα ιερά μας;
Ζήσε να υπάρχεις κάπου για να ζω.
Ταξίδι Ιθάκης να σωπαίνω.

Στο τσίρκο σου εκδρομή

Πήρα αμέσως το εισιτήριο
Λάχταρη όψη.Καθόμουν στη σειρά και πέταγα.
Τα μάτια μου πλανεύτηκαν στο χώρο.
Τα φώτα πέσαν στα πρόσωπα πάνω των παιδιών
χαρίζοντας ξεκαρδίσματα.
Άρχισε...
Κράτησα τους αντίχειρες σφιχτά αγκαλιασμένους
και στο βλέμμα είδα όνειρα μα ξύπνιος έστεκα εμπρός σου.
Χρώματα βεγγαλικά πλημμύρισε η ψυχή μου.
Γελωτοποιούς και σχοινοβάτες θαύμασα στην ώρα
και βρήκα σύνορα ανοιχτά ξανά να ταξιδεύω.
Στα χέρια έσκαγαν ποπκόρν σύννεφο μαλλί της γριάς στα χείλη
να μελώνουνε τα μήλα οι μάγειροι,να τρέχουν τα λιοντάρια.
Δίσκοι,μουσική,μπάλες και κορίνες.
Φωνές μεσ'τα καθίσματα και γέλια στα μωρά
οι μεγάλοι έγιναν παιδιά και τα παιδιά νεράιδες.
Ήρθανε τα ξωτικά πειράγματα να δώσουν.
Γιορτή έγινε η ώρα να έχουν τα ζωντανά να παίζουν.
Μοιράστηκε πιοτό αχνιστό και φρούτο ζαχαρωμένο
και όλοι γέλασαν με την καρδιά γεμάτη
ώσπου διάβηκε η ώρα η περασμένη και ήρθε το μετά.
Τελείωσε...