Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Νεραϊδοχώρα.


Μια φορά σαν δυο καιρούς στην Νεραϊδοχώρα.



Μια φορά και έναν καιρό,μέσα στα χρόνια τα μελλοντικά και περασμένα χρόνια,

ζούσε στην Νεραϊδοχώρα μια Νεράιδα αλλιώτικη απ' τις άλλες...

Αυτή η Νεράιδα,είχε ερωτευτεί έναν μικρό Καλικάντζαρο...


Κι κάπως έτσι αρχινά να ξετυλίγεται τούτη η ιστορία μας...


Πέρασαν που λέτε παιδιά μαζί τόσα πολλά κι άλλα τόσα π' ούτε τα γνώρισαν ποτέ.

Μέρες ατελείωτες και νύχτες ατελείωτες η Νεράιδα έπιανε απ' το μικρό του το

χεράκι τον Καλικάντζαρο και τον ταξίδευε στα κλεφτά στα μέρη τα δικά της.


Υπέροχα μέρη,ηλιόλουστα,γεμάτα ροδανθένια μονοπάτια μα και χρώματα

που πιο έντονα δεν τα 'χουμε δει ούτε κι εμείς του λόγου μας!


Μαγευόταν ο μικρός απ' τα μάτια της σαν περνούσαν οι καιροί...


Οι Καλικάντζαροι όμως,όλοι ξέρουμε,πως είναι πλάσματα περίεργα.

Εκεί που νομίζεις πως τους καταλαβαίνεις,να σου την άλλη στιγμή στην φέρνουν!

Κάπως έτσι κι αυτός. Τη μια στιγμή ταξίδευε με την Νεράιδα στους ουρανούς

και την άλλη την βύθιζε κι αυτή βαθιά τόσο βαθιά στην θάλασσα που

ούτε μια στάλα φως δεν έσταζε γι' αυτούς...

Και θα ρωτήσει κανείς,μα, στάζει το φως;

Κι όμως το φως παιδιά στην Νεραϊδοχώρα στάζει.

Στάζει σαν από νερό να 'ναι καμωμένο!


Αυτός ο Καλικάντζαρος -και όχι μόνον αυτός- καλά είχε κρυμμένο πάνω του ένα πετράδι.

Ένα πετράδι ολοκόκκινο και μαγεμένο.

Εκείνο το πετράδι του το είχανε χαρίσει τρεις μάγισσες.

Μα για σταθείτε μια στιγμή να θυμηθώ...μία...δύο...τρεις...

Ναι,καλά θυμάμαι βρε παιδια!

Ηταν τρεις του λόγου τους οι μάγισσες.

Και το πετράδι εκείνο μαγεμένο ήταν απ' αυτές!


Τα άλλα Νεραϊδοπλάσματα τις ονόμαζαν Στιγμές...


Την μια απ' αυτές την έλεγαν Αγάπη.

Την άλλη την έλεγαν Θέληση.

Την τρίτη,την πιο άσχημη,αυτήν την έλεγαν Μόνη...


Η Αγάπη ήταν όμορφη,και τα μέσα της ήταν ολόγιομα από τα πιο τρελά όνειρα

των πιο ερωτευμένων πλασμάτων!

Η Θέληση ήταν νέα και όμορφη και ήταν καλή φίλη της Αγάπης.

Μαζί αυτές οι δυο μπορούσαν να κάμουν θαύματα αληθινά!

Τόσο αληθινά όσο και τα χαμόγελα των παιδιών!

Η τρίτη η μάγισσα στιγμή,η Μόνη,ζούσε χώρια από τις άλλες.

Ήταν πλανεύτρα κι ευχαρίστηση έβρισκε σαν ταλαιπώρια μοίραζε στους άλλους...

Ζήλευε την παρέα των πλασμάτων...


Αυτές λοιπόν οι όμορφες κι άσκημη όριζαν τη μοίρα του μικρού Καλικάντζαρου.

Όταν του έδωσαν το πετράδι,με φωνή κι τρεις σαν μία του είπαν:


΄΄-Αυτό το πετράδι,είναι πολύτιμο.

Πολύτιμο σαν την θάλασσα,καυτό και φωτεινό σαν τον ήλιο

και συνάμα έχει φορτωμένα όλων μας τα ξόρκια.

Θα το κρατήσεις στο μέρος όπου τ' άλλα πλάσματα έχουν την καρδιά.΄΄


Οι Καλικάντζαροι δεν έχουν απ' αυτό που λεν καρδιά.

Έτσι μ' ένα γνέψιμο του κεφαλιού του ο Καλικάντζαρος και δίχως να ρωτήσει λεπτομέρειες,

το πήρε και το έβαλε αμέσως μες το στήθος του.

Εκεί,που τ' άλλα πλάσματα έχουν την καρδιά.


΄΄-Αυτό το πετράδι θα ορίζει την μοίρα σου από δω κι εμπρός.΄΄ του είπαν...


Και συνέχισαν τα λόγια τους κι τρεις μα με φωνή σαν μίας...


σελίδα 3


΄΄-Μαγεμένο καθώς είναι απ' όλες μας,Θα αλλάζει.

Θα αλλάζει μορφή,θα αλλάζει χρώμα,θα αλλάζει και υφή.΄΄


Και συνέχισαν...


΄΄-Καθώς θα παίζω την φλογέρα μου΄΄,του είπε τότε η Αγάπη,

΄΄Θα αγαπάς,θα δίνεις,θα ερωτεύεσαι,και θα μοιράζεις απλόχερα χαρά!΄΄


΄΄-Όταν θα παίζω εγώ την λύρα μου΄΄,του είπε η Θέληση,

΄΄Θα παλεύεις πάντα ακούραστος για να είναι όλοι οι γύρω σου ευτυχισμένοι

και προπάντων η αγαπημένη σου.΄΄


΄΄-Μα σαν θα παίζω εγώ τη βιόλα μου΄΄, του είπε κι η Μόνη,

΄΄Τότε θα ζεις στιγμές άσχημες και θα κλείνεσαι στο καβούκι σου σαν τις χελώνες

και δεν θα μιλιέσαι με κανέναν. Θα ζεις ολομόναχος.Έρημος.

Θα μοιράζεις απλόχερα την λύπη σε όλους γύρω σου.

Δεν θ' αγαπάς δεν θ' αγαπιέσαι।΄΄


Η τρίτη μίλησε στο τέλος...


Πολύ αργά πια,μιας κι ο Καλικάντζαρος είχε ήδη βάλει το πετράδι

στο μέρος όπου τ' άλλα πλάσματα έχουν την καρδιά.


΄΄-Εντάξει.΄΄,είπε κι ο μικρός κι έφυγε με βήμα σαν της πάπιας.


Η Νεράιδα δεν είχε γνώση πως είχαν συμβεί αυτά.


Ότι ο Καλικάντζαρος που τόσο αγάπησε εκείνη,

είχε αντί για καρδιά,ένα πετράδι μαγεμένο απ' τις στιγμές...


Κι έτσι περνούσαν οι μέρες...οι ώρες...και οι Στιγμές έπαιζαν

τα όργανά τους με σειρά απόλυτη.


Σελίδα 4


Η Αγάπη την φλογέρα της,

η Θέληση την λύρα της και

η Μόνη την βιόλα της.


Έτσι κι ο Καλικάντζαρος άλλαζε τρόπους και χαρακτήρα καθώς περνούσαν οι καίροι.


Τη μια αγαπούσε ολότελα,

την άλλη έκανε τα πάντα για να είναι ευτυχισμένη η Νεράιδα και οι φίλοι του

και ξαφνικά την άλλη στιγμή τους πλήγωνε όλους...


Έτσι πλήγωνε και την νεράιδα του...


Οι Νεράιδες για να ξέρετε παιδιά αν ποτέ δείτε καμιά,έχουν καρδιά από τριαντάφυλλο.

Γι' αυτό λοιπόν πρέπει να είμαστε καλοί κι ευγενικοί μαζί τους γιατί η

καρδούλα τους μαραίνεται με μιας!


Η καρδιά της Νεράιδας μαράζωνε κάθε φορά που η Μόνη έπαιζε τη βιόλα της.

Γιατί ο Καλικάντζαρος δεν της έδειχνε την αγάπη του.

Και στεναχωριόταν ο Καλικάντζαρος κι -ως το πιο περίεργο κι απ' τα πιο περίεργα τα όντα-

δεν μπορούσε να αντιδράσει μιας κι η Μόνη έπαιζε πάντα όταν ερχόταν η σειρά της.

123,123,123,123,123,

ντο ρε λα...μι λα ρε...ντο ρε λα...

Νότες μοναξιάς και θλίψης.


Ο μικρός,μην αντέχοντας να βλέπει την νεράιδα να μαραζώνει κάθε φορά,

έψαχνε συνεχώς να βρει τον τρόπο εκείνο με τον οποίο θα κατάφερνε να

κάνει την Μόνη να σταματήσει να παίζει για πάντα τη βιόλα της.


Έτσι κι έκανε...


σελίδα 5


Αρχίνισε να πάει να βρει τους τρεις γέροντες.

Τους Τρόπους.


Τρεις μεγαλόσωμοι γέροντες,σοφοί.


Τον έναν τον έλεγαν Εύκολο,ήταν κι ο μεγαλύτερος στην όψη.

Τον άλλον τον έλεγαν Δύσκολο,που ήταν ο μεσαίος,

και τον τρίτο το πιο μικροκαμωμένο άλλα και πανούργο τον έλεγαν Ακατόρθωτο.


΄΄-Τι να κάνω πείτε μου εσείς σοφοί μου για να σταματήσω τη Μόνη να παίζει την βιόλα της;΄΄

Φώναξε ο Καλικάντζαρος ο μικρός.


Τότε του λέει ο Εύκολος:΄΄Σπάσε την βιόλα της καθώς αυτή θα κοιμάται.΄΄

Αμέσως πετάγεται ο Δύσκολος:΄΄Να της δέσεις τα χέρια με το χρυσό νήμα των ξωτικών!

Μα θα πρέπει να το κλέψεις από τον φύλακα δράκο που το φιλάει αιώνια άγρυπνος!΄΄

Και τότε λέει ο τρίτος ο Ακατόρθωτος με φωνή σαν από σκουριά:

΄΄Ότι κι αν κάνεις,δεν θα καταφέρεις τίποτα!

Θα με θυμηθείς...΄΄

Κι έφυγε με βήμα σαν πληγωμένου ζώου.


Έλα όμως που αντί να απογοητευτεί,γέμισε θέληση κι ελπίδα μιας και την ώρα εκείνη

η Θέληση έπαιζε την λύρα της!


Κι έφυγε αμέσως για να σκαρώσει την σκανταλιά του!


΄΄Πως να της δέσω τα χέρια;Είμαι τόσο μικρόσωμος που με χωράει μέσα στο ένα της χέρι

αν το θελήσει αυτή η κακάσχημη η μάγισσα!΄΄ είπε.


Και την ίδια στιγμή τα λόγια του Εύκολου του ήρθαν στο μυαλό.

΄΄Σπάσε την βιόλα της καθώς αυτή θα κοιμάται!΄΄


Έτσι χωρίς να το ξανασκεφτεί ξεκίνησε να πάει να βρει την βιόλα της Μόνης.


Σελίδα 6


Ταξίδεψε μέσα σε λαγκάδια γεμάτα ζωντανά αγκαθόχορτα,κολύμπησε μέσα σε βάλτους

φουντωμένους,καβάλησε σκαντζόχοιρους,πέταξε με πεταλούδες πάνω απ' τα κάστρα

των γυάλινων ιπποτών,ώσπου έφτασε...


Μπήκε μέσα στο δωμάτιο της Μόνης βρίσκοντας ευκαιρία μιας κι έλειπε εκείνη,

μα έμεινε έκπληκτος μ' αυτό που αντίκρισαν τα δυο μεγάλα πονηρά μάτια του!

Είδε ένα δωμάτιο από πάνω μέχρι κάτω γεμάτο βιόλες!

Παντού βιόλες!Όλο το δωμάτιο ήταν φτιαχτό από βιόλες!

Το κρεβάτι,το κομοδίνο,οι καρέκλες,τα παπλώματα,όλα!


΄΄Πάει,χάθηκα!Πως θα σπάσω όλες αυτές τις βιόλες;Δυο ζωές θα χρειαστώ!

Φώναξε σιγανά αγανακτισμένος.


Κάνοντας αυτόν τον σαματά,τον άκουσε η Αγάπη και μπήκε γοργά κι αυτή

μες το δωμάτιο με τις βιόλες.

Σκύβοντας στο ύψος του του λέει:

΄΄Δεν μπορείς να σπάσεις όλες αυτές τις βιόλες. Μα εγώ και η Θέληση

θα σε βοηθήσουμε. Θα παίζουμε την μουσική μας δυνατά,πολύ δυνατά!

Έτσι τις πληγές στην ρόδινη καρδιά της νεράιδας σου που θα ανοίγεις σαν παίζει η Μόνη

την βιόλα της,εσύ ο ίδιος με περίσσια αγάπη και θέληση θα τις γιατρεύεις γρήγορα!΄΄


΄΄- Όχι!Δεν μου φτάνει αυτό!Δεν θέλω ποτέ ξανά να πληγώσω την Νεράιδα μου!΄΄

Φώναξε δυνατά.


Τότε του χάιδεψε απαλά το κεφάλι η Αγάπη και τον πήρε αγκαλιά η Θέληση

και του είπαν.

΄΄Η Μόνη θα παίζει για πάντα και με την σειρά της τη μουσική της.΄΄


΄΄-Δεν το θέλω τότε το πετράδι σας!Πάρτε το πίσω!΄΄ είπε ο μικρός

κι έκανε κίνηση να το βγάλει απ' το στήθος του,μα αυτό είχε ριζώσει μέσα του για τα καλά.


΄΄- Είναι η καρδιά σου πια.΄΄ είπε η Θέληση.


Και τότε μοβ δάκρυα κύλησαν στο πράσινο πρόσωπο του.


Σελίδα 7


΄΄- Μη κλαις.΄΄ του είπε η Αγάπη.


΄΄ Έχεις καρδιά γεμάτη από θέληση κι αγάπη!

Μη κλαις,μπορεί να παίζει η Μόνη την βιόλα της σαν έρθει η σειρά της μα το solo

της θα είναι μικρό,τόσο δα μικρό κι αν σας πληγώνει την ώρα εκείνη,θα ξέρεις

πως μόνο για λίγο θα είναι.

Είστε τόσο νέοι κι οι δυο που έχετε μια ζωή μπροστά σας να ζήσετε αγαπημένοι

με τα δικά μας τραγούδια και μελωδίες συντροφιά.

Μελωδίες αγάπης και θέλησης.΄΄

Του είπε και σκούπισε το δάκρυ απ' το πρόσωπό του.


΄΄ Πήγαινε βρες την Νεράιδα σου και πες της ότι πάλεψες και θα παλεύεις πάντα με μια καρδιά

γεμάτη αγάπη και θέληση για το καλό και αν έρχονται οι στεναχώριες θα είναι μικρές κι ελάχιστες και θα κρατούν μόνο για λίγο.΄΄ του είπε.


΄΄ -Πήγαινε,τρέχα!Αγάπησε την και εγώ για σας θα παίζω τα ομορφότερα κομμάτια μου!΄΄

Συνέχισε η Θέληση.


΄΄-Ναι!Τρέξε γρήγορα γιατί κι εγώ θα παίζω μια ζωή τα ομορφότερα κομμάτια μου!΄΄

Συμπλήρωσε η Αγάπη.


Όλα αυτά,τα άκουγε και η Μόνη που είχε από νωρίτερα επιστρέψει.

Και συγκινήθηκε από τον έρωτα που είχε ο καλικάντζαρος για την νεράιδα τόσο που

μπήκε ήσυχα στο δωμάτιο και είπε στον μικρό ήρωα μας:


΄΄Πήγαινε,κι εγώ μόνο ένα τόσο δα μικρό κομμάτι θα παίζω ίσα-ίσα να σας κάνει

να εκτιμάτε τα όμορφα πιο πολύ καθώς εκείνα θα έρχονται.΄΄


σελίδα 8


Και ξεκίνησε ο καλικάντζαρος και άρχισαν η Θέληση κι Αγάπη να παίζουν το πιο γλυκό

ντουέτο τους!


Σκαρφάλωσε τα χάλκινα βουνά,πέταξε με χήνες πάνω από τις χώρες των αραχνών,

πολέμησε τους διδύμους δράκους της πύλης των στεναγμών

κι έπαιζαν γι' αυτόν εκείνες...

Έπαιζαν συνέχεια μουσικές να τον συντροφεύουν στο ταξίδι του.


Μάλωσε με τα ξωτικά,έφαγε παρέα με πυγολαμπίδες στο δάσος της Ιτιάς,ήπιε σαγκρία με τους νάνους,κολύμπησε με τις χάρτινες γοργόνες της ακτής των ονείρων,σκαρφάλωσε στη ράχη του σκύλου γίγαντα,μέθυσε τους φύλακες των πυλών της Νεραϊδοχώρας με τ' άρωμα που έκλεψε

από τα στοιχειά της φύσης των ανθρώπων και στο τέλος τα κατάφερε.


Έφτασε στα μέρη της Νεράιδας.


Και την είδε,μέσα στα λιβάδια των Ήλιων.

Χρυσά σαν τον χρυσό τον πιο πολύτιμο,όλα ήταν χρυσά,ως κι ίδια η θάλασσα κι η ακτή.


Μα εκεί που στεκόταν χαρούμενος σαν κάτι παράξενο συνέβαινε παιδιά και ο

Καλικάντζαρος το βλέπει.

Κάτι σάλευε στο στέρνο της Νεράιδας απ άνου.

Και τότε σαν γνώριμη να του φάνηκε η όψη αυτή που χόρευε

νωχελικά πάνω ακριβώς απ' την καρδιά της Νεράιδας.


Ο γερο Ακατόρθωτος ήταν...κι οι μουσικές σαν να σκιάστηκαν στην όψη του μπροστά.

Μόνο το μοχθηρό γέλιο του Ακατόρθωτου ακουγόταν...χαχαχαχαχα!


΄΄Στο είπα πως τίποτα δεν θα κατάφερνες!΄΄ ξεστόμισε αμέσως ο Ακατόρθωτος ο οποίος

συνάμα με τα λόγια του αυτά τραβούσε και το τελευταίο ροδοπέταλο

από την μικρή καρδιά της Νεράιδας...


σελίδα 9


-΄΄Όχι!Σταμάτα!Όχι!΄΄ αναφώνησε ο Καλικάντζαρος καθώς στη πλάτη της Νεράιδας

την ίδια αυτή την ώρα ξεπρόβαλαν φτερά ομορφότερα κι απ' της πεταλούδας!


Και πέταξε ψηλά ο σώμα της στον αέρα μαζί με τα θαλασσοπούλια.


Μα λίγο πριν χαθεί,έστρεψε το βλέμμα της χαμηλά στο χώμα

εκεί που στεκόταν άφωνος ο δόλιος ο Καλικαντζαράκος κι άφησε να ξεγλιστρήσει

από το διάφανο το χέρι της ένα αλαβάστρινο μαντήλι. Κεντημένο από τα δάκρυα της.


Αυτό το μαντήλι κύλησε πάνω στα κύματα τ' ανέμου γλυκά κι ακούμπησε στα χέρια

μέσα του Καλικάντζαρου.

Αυτό το μαντήλι είναι η θύμηση της,και τα δάκρυα με τα οποία κεντήθηκε ειν τα σ' αγαπώ της.


Τότε,σιγοσβήνοντας το γέλιο του Ακατόρθωτου,αρχίνησαν ν' ακούγονται ψυχρές

κι λυπητερές μελωδίες στον αιθέρα...


Η Μόνη είχε αρχίσει το solo της.


Οι όμορφες Στιγμές σταμάτησαν το παίξιμό τους.

Μονάχα η Μόνη κένταγε μουσικές...μουσικές στον Καλικάντζαρο αφειερωμένες.


Σιγά κι αργά, τα λουλούδια έχασαν τ' άρωμά τους.

Ο αγέρας έχασε τη φρεσκάδα του.

Η θάλασσα έχασε το γαλάζιο της και η ζωή του μικρού

έχασε το νόημα της.


σελίδα 10


Γι' αυτό παιδιά μου,αν ποτέ σας τύχει να δείτε τον Καλικάντζαρο να

κάθεται μόνος στο ξέφωτο όπου πρωτογνωρίστηκαν με την Νεράιδα μην του μιλήσετε.

Θα δείτε να κρατά στα χέρια το μαντήλι,μην του μιλήσετε.

Θα ζει την θύμηση της.

Κι αν δείτε πιο προσεχτικά ψηλά στον ουρανό,θα την δείτε κι αυτήν.

Την Νεράιδα.

Πετάει πάντα μες τα σύννεφ' από πάνω του.


Κι αν ποτέ έρθετε αντίκρυ με τις Στιγμές,

όμορφα λόγια γνέψτε τους να παίζουν τα όργανα τους.


Γιατί τη ζωή μας,γι' αυτές τις Στιγμές τη ζούμε.



Κωνσταντίνος Έσσλιν

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Αλατινή (τελικό)

Αλατινή


Ζούσε κάποτε μέσα στα μελλοντικά τα χρόνια μια κοπέλα,μονάκριβη,

και ξεχωριστή απ'όλους τους ανθρώπους.


Τα μάτια της,τα μαλλιά της,η καρδιά της,το αίμα και η φωνή της,φτιαχτά ήταν όλα απ'αλάτι.


Αλμυρογέννητη.


Απ' το αλάτι το πιο αλμυρό ήταν καμωμένη.


Ζούσε στην πολιτεία την πιο κατοικημένη που σ'όλα τα

μέρη του κόσμου ήταν ξακουστή.


Οι ξένοι την ονόμαζαν Κυψέλη.


Μια πολιτεία όπου οι άνθρωποι ήταν τόσο κοντά ο ένας στον αλλον

που έμοιαζε σαν σε μελίσσι να βρίσκονταν...

Σαν σε μελίσσι μέσα να χόρευαν την ζωή τους...


Την κοπέλα την μονάκριβη,τη νέα,οι άνθρωποι την φώναζαν Αλατινή.

Η Αλατινή,όπου χάραζε το πέρασμα της,οι τόποι και οι άνθρωποι γίνονταν

πλούσιοι.


Τα λιβάδια με τ' ασημόχορτα μα και οι τσέπες των φτωχών γέμιζαν αλάτι...

Ότι εκείνη άγγιζε κι' ότι κι αν εκείνη θα έσπερνε νοστίμευε παντοτινά...

Είχε χάρισμα απ' τα λίγα η τυχερή να νοστιμεύει με την ύπαρξη της ολόκληρη
την πλάση εκτός από..!


Εκτός από...


...θα σας τ' αποκαλύψει σύντομα παιδιά η ροή της ιστορίας...


Η ματιά και η λαλιά της έσταζαν αλμύρα σαν την χάζευες και

συνάμα της μιλούσες.


Σε ομόρφαινε και σ' άλλαζε τον τυχερό,καθώς το στόμα της άστραφτε
περίσσιους κόκκους!


Είχε πάντα δεμένο στο λαιμό τον ήλιο και στον καρπό αναμνήσεις...

Μια μέρα σαν όλες τις ερχόμενες,συνάντησε ένα παλικάρι.

Ένα παλικάρι σκοτεινό και φορτωμένο με ένα αξιοπερίεργα θλιμμένο βλέμμα.


Ήτανε νύχτα μόνο οι μέρες του.
Σκοτάδι ήταν συνέχεια οι ώρες του.


Σαν λοιπόν τον κοίταξε η Αλατινή,τον αγάπησε στο πρώτο βλέμμα τους...


Και αμέσως βρήκε το δώρο το πιο κατάλληλο να τον γιατρεύει απ' το σκοτάδι του.

Το είχε μαζέψει κάποτε απ' τα σκουπίδια της Κυψέλης...


Τον κοίταξε βαθιά κατάματα,του έσμιξε το σώμα της στο δικό του και του είπε:


"Θα φωτίζω εγώ το σκοτάδι σου..."


και του φόρεσε του νέου με μια κίνηση το φεγγάρι στο λαιμό...


Σύμβολο της πίστης των αγαπημένων των ανθρώπων.


Και έτσι κι έγινε λοιπόν,έγινε αγάπη.

Ζούσαν πάντα από κει κ' ύστερα σαν την νύχτα με τη μέρα.


Συνέχεια ο ένας ήταν τ' αλλουνού.


Μια μέρα,χρόνια πολλά μες τα χρόνια,

τα επόμενα τα περασμένα χρόνια,σύννεφα κατάβρεξαν τον ουρανό και μαζί τη γη τους!


Κι αυτοί,παρέα βρέθηκαν ερωτευμένοι σ' αυτόν

τον χαλασμό μέσα...


Η Αλατινή ξεχάστηκε απ' τον έρωτα της για τον νέο

και έμεινε μέσα στην αγκαλιά του απροστάτευτη κάτω απ' το νερό για μόνο λίγες ώρες

μα αιώνια...


Άρχισε να λιώνει...


Άρχισε να λιώνει μέσα στα χέρια του και αυτός κοίταζε απλά ανήμπορος να φέρει τη σωτηρία για την Αλατινή...

Η Αλατινή καθώς χάθηκε από τα χέρια του σκοτεινού νέου μέσα,κύλησε μέσα στα ποτάμια...


Κύλησε μέσα σε πόλεις...

μέσα σε χειμώνες...

μέσα σε φυλλωσιές και μονοπάτια μέχρι που στο τέλος τέλος

πλημμύρισε ακόμα και την θάλασσα...

Όπως σας είπα και πρίν,πάντοτε η Αλατινή με την ύπαρξη της νοστίμευε ολόκληρη την πλάση εκτός από...


Την θάλασσα!

Της οποίας το νερό μέχρι τότε ήτανε γλυκό σαν βυσσινάδα!

Έτσι γίνηκε η θάλασσ' αλμυρή όπως την ξέρουμε όλοι σήμερα...

Επειδή ξεχύθηκε μέσα της η καημένη η Αλατινή...


Και ξέρετε γιατί ζει το φεγγάρι ψηλά στον ουρανό;


Θα σας πω εγώ τούτο το μυστικό μα μυστικό να μείνει...


Ο σκοτεινός νέος όταν έχασε την Αλατινή,

έβγαλε το φεγγάρι που του είχε χαρίσει εκείνη να φοράει στο λαιμό του

και το πέταξε στον ουρανό...


Έτσι κάθε φορά όταν έρχεται η νύχτα,

το φεγγάρι λάμπει στον νυχτερινό ουρανό ψηλά...


Φωτίζοντας όλων το σκοτάδι και συνάμα καθρεφτίζοντας την όψη του στη θάλασσα,

όπου μέσα της και τούτη τη στιγμή που σας λέω εγώ αυτή την ιστορία ζει ακόμα η Αλατινή.


Από τότε,στους χρόνους και τους καιρούς που περνάνε βιαστικά,

το φεγγάρι ζει στον ουρανό αλλά και μεσ' την θάλασσα...

κι η Αλατινή αγκαλιά το κρατά πάντα κάθε νύχτα μέσα στα χέρια της...


λες και κρατά τον νέο...


Και όσο για τον νέο μιας και το 'φερε η ιστορία,

αν κάνετε ποτέ ένα περίπατο τα βράδια που το φεγγάρι υψώνεται στους ουρανούς,

θα τον συναντάτε πάντα στα ακρογιάλια.


Θα χαϊδεύει το νερό.

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Από μνήμης

Ένα κόκκινο πουκάμισο.
Κόκκινα μαλλιά
και το γνωστό χαμόγελό σου.

Πετάγεσαι δω κι εκεί.
Και ψάχνω να βρω τα ίχνη σου
τα πύρινα.

Κορμάκι μικρό από λευκό κρασί.
Τέχνη,πίνοντας τα δάκρυά μου...
Αόρατα να μην τα δεις.

Στο χέρι κρατάω ένα κενό.
Τόσο μεγάλο να χωρά τα λόγια.
Κρύο σαν ζέστη.

Πως μπορείς ακόμα;
Από που κρατιέσαι
και γιατί;

Με φύλλα δανεικά ως τον χειμώνα.
Φθαρμένη αγάπη μου,
για σένα είναι η σκιά μου.

Σκοτάδι με πλαστά φώτα.
Κόσμο γεμάτο ο τόπος.
Μ' άδεια τα μέσα μου.

Κόκκινο πουκάμισο.
Κόκκινα μαλλιά
και δεν με κοιτάς.

Υπαρκτή μπροστά στα μάτια μου.
Από μνήμης.

Απλά

Πως ψάχνω με μανία τα πρωινά το κουταλάκι
του καφέ που έβαλες εσύ τελευταία!
Αρχή και πάλι από κει που σ' άφησα.
Ή μ' άφησες;
Γιατί να μην ψάχνω κάτι από γυαλί;

Εδώ γύρω πάντα περπατώ κοντά σου.
Μα μόνο εγώ είμαι κοντά.
Εσύ μένεις με πείσμα μακριά
και μου μιλάς απλά.
Τόσο απλά.

Δεν έχω κουράγιο άλλο.
Μα αντέχω λες και θ' αλλάξει.
Και ο χρόνος λένε πως γιατρεύει.
Μα δεν το λένε δυνατά.
Σαν να μην τ' ακούς.

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Στη Δύση

Βρήκα άλλη μια φορά το κουράγιο ν' ακουμπήσω
το χέρι μου πάνω στον ώμο του τελευταίου σου κλαδιού.
Το χέρι αυτό που κουράζεται να διώχνει τα κακά.
Τα κακά αυτού του κόσμου.

Και σαν κάνεις πάλι να κοιτάξεις πίσω σου,
θα δεις ξανά το τέρμα που προσπέρασες.
Το τέρμα αυτό που έδιωξε τα καλά.
Τα καλά αυτού του κόσμου.

Κύλησε γι' άλλη μια φορά το δάκρυ σου
και έσταξε κάπου μεσ' τη δύση.
Την δύση αυτή των στεναγμών,που φέγγει.
Που φέγγει στα σοκάκια ακόμα.

Την πόλη αυτή που δεν συνήθιζα
να βλέπω μες τα μάτια.
Την κοίταξες συ κατάματα.
Κατάμεσα στα μάτια.

Βρήκα άλλη μια φορά το κουράγιο ν' ακουμπήσω
το χέρι μου πάνω στον ώμο του τελευταίου σου κλαδιού.
Κλαδιού π' ακόμα αυτό σιγοκρατεί,την κούνια την δική μου.
Την κούνια αυτή π' από παιδί,πονώ για να τη φτάσω.

Την πόλη αυτή που δεν κατάφερα
να βλέπω μες τα μάτια.
Την κοίταξες συ κατάματα.
Κατάμεσα στα μάτια.

Κι έτσι μονάχα εγώ συνήθισα να την κοιτώ,
μεσ' τα δικά σου μάτια.

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

Το σεντούκι των πόνων

Άνοιξα το μαξιλαράκι μου στα δυο
και βρήκα χώρο μέσα για ν' αδειάσω.

Αδειάζω ολ' αυτά τα καθημερινά που
δεν τολμώ να πω κει μέσα.

Θα τ' αφήνω μες τη μέρα,
θα τα παίρνω μες τη νύχτα.

Είναι γεμάτο πια κει μέσα.

Βόλτα

Θα ξυριστώ και θ' αλειφτώ με κρέμες σήμερα.

Σήμερα θα φορέσω το καλό μου γκρι πουκάμισο.

Θα φορέσω το καλό μου μαύρο παντελόνι
και τ' ακριβό δερμάτινο παλτό μου.

Θα βάλω τα μαύρα λουστρίνια μου
και θ' αγκαλιάσω τον εαυτό μου σήμερα.

Θα πάρω τ' αυτοκίνητο μου και θα πάω.

Θα πάω εκεί που δεν θα υπάρχει ο άνθρωπος.

Θα πάω μια βόλτα στην ερημιά πάλι,
όντας στις ομορφιές μου σήμερα.

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

Πικρή ζάχαρη

Στο στόμα μου έχω μια γεύση.
Μια γεύση πικροζάχαρη.

Στη ψυχή μου έχω μια γεύση.
Μια γεύση πικροζάχαρη.

Και στο φιλί έχω μια γεύση.
Μια γεύση πικροζάχαρη.

Λιωμένο ζαχαρωτό

Σε κράτησα μες τα χέρια μου μα,
λίγο σαν να ήτανε.
Σε κράτησα και σ' αγκάλιασα
με όλα τα δάχτυλά μου.
Σαν μικρή πνοή με φύσαγες.
Στο πρόσωπο δροσιά και ζέστη είχα.
Όποτε το ήθελα εγώ σε γευόμουν.
Μόνο όταν το ήθελα εγώ.

Σε κράτησα για μέρες.Χρόνια.
Βαθιά σ' όλες τις τσέπες τρύπωσες.
Πολύχρωμες ζαχαρωτές λωρίδες.
Κορμοστασιά από γλύκα.
Σιρόπι στ' ακροδάχτυλα.
Όποτε το ήθελα εγώ σε γευόμουν.
Μόνο όταν το ήθελα εγώ.

Κάθε μου πρωί και κάθε μου βράδυ.
Σ' είχα στο στόμα και στη γη.
Ζαχαρένια ατοπήματα και γέλια.
Μαζί μου κράταγες εσύ κι ας ήταν
ο κόσμος όλος εναντίον.
Όποτε το ήθελα εγώ σε γευόμουν.
Μόνο όταν το ήθελα εγώ.

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

Το στάχυ

Λόγια κενά λόγων.

Συντροφιά μου εγώ.

Χρόνος αλλοιωτής.

Πέτρα,ανάσα και χώμα.

Φιλί σ' αέρα,απάτητο.

Ουρλιαχτό ανείπωτο.

Συγκατάβαση.

Κατανόηση άνυδρη.

Εγκατάλειψη.

Μεσονύχτιο

Ήπια μια γουλιά καφέ και γύρισα πλάτη.
Πικρή γεύση στάθηκε για ώρα πάνω στα χείλη.
Σαν να πάγωσε η πίκρα.

Κοίταξα πάλι την ώρα,πρωί σαν να ήταν.
Μεσάνυχτα και μια ήττα ήδη φορτωμένη.
Φίλη στ' αζήτητα η νύστα.

Γουλιά σε γουλιά και όλα καφετιά στον πάτο.
Κι έξω μαύρα και σιωπή.Σιγή,νεκρική.
Άδειο φλιτζάνι η συντροφιά μου.

Φυλάχτηκα από σένα απόψε.Φυλάχτηκα.
Κι όμως να σου πάλι...
Σ' απρόσμενο τρέμουλο με κίνησες.
Ήρθες και σήμερα απρόσκλητη.

Ήρθες και πάλι απρόσκλητη.
Για μια ζωή,θλίψη εσύ.

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

0

Αιώνια χρόνια τώρα,τη σάρκα σου κουβαλάω
στους ώμους μου.

Αρρώστια μέσα σου θερίζει κύτταρα και νιότη.

Που είναι τα χρόνια εκείνα πριν του προδομένου
την γεύση εσύ γευτείς;

Που ειν' τα δικά σου χρόνια πριν την πτώση σου
στον μονάκριβο τον Άδη κάνεις ιδίας χείρας πράξη;

Αιώνια το σώμα σου στο δικό μου κουβαλάω πάνω.

Αιώνια χρόνια.

Υποφέρεις τις ανάσες σου...

Ματωμένα τα λόγια σου,πονώ και γω μαζί σου.

Τον πόνο σου μισό να κάνω ας μπορούσα!

Κόβομαι σε άπειρο.

Γίνομαι μικρός και συνάμα μεγάλος να σε φτάσω.

Πικρόδεμα.
Μια κατάρα κληροδότημα.

Η αρρώστια σου βαριά μέσα στο δέρμα στάζει.

Την βλέπω ώρες κι ώρες.
Πεινασμένο σκυλί του δρόμου μεσ' το σώμα σου.

Και συ 0.

Αρχή ίδια μ' ένα τέλος.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Σβούρα

Όχι.
Κάπου.
Να είμαι κάπου.
Να με βάλεις εσύ κάπου!
Δεν ξέρω ακόμα,ίσως στην τσέπη σου
ή μάλλον καλύτερα στο σβέρκο σου.
Να με πάρεις όπου και να πας.
Και δεν έχω ακόμα δισταγμό.
Ηλικία έχω όμως μια χαρά
για να φύγω παρέα σου.
Και μην μιλάς εσύ.
Δεν θέλω λόγια.
Άφωνα.
Ναι!

8 κουμπιά

Έχασα εσένα.
Και;
Δεν κατάλαβα απολύτως τίποτα τώρα.
Έχω 8 ολόκληρα κουμπιά ακόμα.

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2009

Καλό-Κακό (Άχτι)

Τα χείλη σου έχω
Το χάδι σου έχω
Το σώμα σου έχω

Την ανάσα σου έχω
Το φιλί σου έχω
Την μυρωδιά σου έχω

Τα όνειρα μου έχω
Την ζωή μου έχω

Την ψυχή μας έχω;

Απών

Η έλξη της ντροπής μας.

Δεν με σέβεσαι.
Και ούτε συ σεβαστικός στα πλήθη τούτα που σε διώκουν στέκεις.

Ανεπάρκεια θέλω.

Φιλήσυχο γεννητούρι μου και μια σύγκριση.

Αχ!

Τα Σάββατα εκείνα που δεν σ' έχω...

Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

Σαν παιδική χαρά,σαν χθες

''Κούνια''
Να κάνουμε κούνια ξανά.
Να με πιλοτάρεις στον αέρα.
Να μου κρατάς τα ζόρια και τ' αναφιλητά.
Αχ και να κάναμε κούνια ξανά...

''Τσουλήθρα''
Να κατέβουμε απ' την τσουλήθρα ξανά.
Να σε ευωδιάζω εγώ στη γη με μια αγκαλιά.
Να σου κρατώ τα ζόρια και τ' αναφιλητά.
Αχ και να κάναμε τσουλήθρα ξανά...

''Γύρω γύρω όλοι''
Να κάνουμε γύρω γύρω όλοι ξανά.
Να σε κεράσω ζάλη και κεράσια και φιλιά.
Να μου κρατάς τα ζόρια και τ' αναφιλητά.
Αχ και να κάναμε γύρω γύρω όλοι ξανά...

''Τραμπάλα''
Να κάνουμε τραμπάλα ξανά.
Να με τινάξεις στα ουράνια ψηλά.
Να σου κρατώ τα ζόρια και τ' αναφιλητά.
Αχ και να κάναμε τραμπάλα ξανά...

Τετάρτη 27 Μαΐου 2009

Μονόστιχο

Πως εσύ όλο καρδιά μέσα στο σώμα είσαι;

Κυριακή 24 Μαΐου 2009

Robot 2009

Ap' eksw anthrwpinos,me sarka.

Matia gualina kai aerio gi' anasa.

Kiniseis omoies zwntanwn.

Kai kathe mera fortisma.

9:30 energopoiisi.

Me fwtakia antanaklw tin mera mou.

00:00 apenergopoiisi.

Me mauro ladi zwgrafizw tin nuxtia mou.

Apo tin mera pou s' antikrisa.

Arxisa na ponaw.

Arxisa na epithumw :

T' anatrixiasma ap' tin

agapi twn anthrwpwn.

Auto monaxa the na zisw pali.

Kai meta aposundese me sta krufa.

Pantotina sta xronia sou mesa na koimamai.

Θεωρία συνωμοσίας

Κάθε που υψώνω βλέμμα στα ψηλά,
την Άρκτο σ' αντικρίζω...

Περί μοναξιάς

Πικρογέννημα εσύ π' απ' τα πάθη μου θεριεύεις.
Σκοτάδι γλυκαπλώνεσαι παντού μιας και για πάντα.

Μοναξιά,εσύ μονάχα δεν μ΄αφήνεις μες τα ακόνια
των ανθρώπων.

Εσύ που το χεράκι σου όμορφα μ' απλώνεις,
πάρε μια ώρα απ΄τη γιορτή του κόσμου να μου δώσεις.

Δεν γεύομαι την ιερότητα των άλαλων στιγμών.

Νιώθω τ' αδιαίρετο μέσα μου λες και να ριζώνει.

Χιλιοκομματιασμένος.

Ζεύξης

Τίποτα να μένει σαν ελιάς ίσκιος.
Κατακαλόκαιρο στη μέση της ατελούς μας ζεύξης.

Απλώνω κάτω απ' το μπαλκονάκι σου το κύμα.

Κάνω μεγάλο κόπο να διαβαίνω χωρίς
να ξέρω να περπατώ μεσ' την αγάπη.

Κι αν κάποια λάθη έκανα και γω μην με σωπαίνεις.

Τρέμω στ' άκουσμα της άφιξης σου.

Έχω μια δυο μέρες ακόμα να ζω τ' αλώβητα.

Πάθη,καημός και θυμάρι αλμυροβότανο.

Τι να κάνει τώρα η αρχοντιά σου;
Που να βολεύεις το σώμα σου τ' ολόλευκο;

Κάποτε ξανά μέσα στις μέρες που θα με προσπερνούν
σαν βέλη π' αστοχούν,
τότε θε να σε δώ μπροστά μου.

Να φοβάσαι εκεί την μοναξιά,να θες μαζί μου να' σαι.

Κράτα γερή την άπλωσιά των λόγων.
Των λόγων που θα ηχούν στο βλέμμα για να 'ρθεις...

Σάββατο 23 Μαΐου 2009

Ζωής ολάκερης

Κόκκινη βεντάλια,ακουμπηστά με τ' άρωμα μου.

Χαράζει το ηλιοβασίλεμα επάνω στο λαιμό μου.

Κατηφόρια.

Ποδήλατο και φρένο για μας δεν παν' μαζί.

Στα νιάτα μου με βρήκες.

Κούνα και γύρνα πεταλιές να γυροφέρνει ο κόσμος!

Κόκκινο,πιο κόκκινο και απ' το φτερό δαιμόνου.

Σημάδια και λουριά,ολόλυτα ως τα χάδια σου.

Απογειώθηκε απ' τα χείλη σου το σημάδι τούτο
και προσγειώθει αχνιστά στης νιότης μου το δώρο.

Μα,για ξαπόσταινε και κοίτα...

Είναι φρέσκο ακόμα το φιλί,μα ο χρόνος ζαβολιάρης!

Σαν αφήνει το ίδιο τούτο το φιλί,να κατοικεί σε με στο γήρας.

Της λύπης

Ποιες απ' όλες τις μελανιές μου να φιλήσω;

Ποιες ειν' αυτές π΄αργοπορούν τα δάκρυα
να κυλήσουν;

Δέρμα σημαδεμένο απ' τη φωτιά κι απ' το νερό
καθάριο,να νιώθω κάθε στίγμα.

Ποιες χαραγματιές να πάψω να μετρώ,
για να γελάσει ο πόνος;

Και εγώ τρυγώ το σώμα μου και η ψυχή στενάζει.

Τελειωμός θωρώ να σπέρνει τα προικιά και
μου φυσά τα χνώτα.

Που ειν' τα βέλη του έρωτα εκείνα,που σαν χτυπούν τα εσώψυχα
λυσσάνε οι πυρκαγιές στα χείλη;

Εννιά φιγούρες μ' επισκέφτηκαν κι εννιά με ταλανίζουν.

Μα μια ειν' η πιο απροσδόκητα πονεύτρα απ' όλες και τραχιά.

Κι αυτή η λύπη μου είναι.

3

Τα πήρα όλα άραγε;
Τα φιλιά,τα λόγια και τα χάδια σου;
Τόσα,που δεν σου μένουν άλλα να μου δώσεις;

Τις πήρα όλες άραγε;
Τις χαρές,τις λύπες και τις θύμησες;
Τόσες,που δεν έχεις άλλες να με νιώσεις;

Τους πήρα όλους άραγε;
Τους λόγους,τους καημούς και τους διωγμούς;
Τόσους,που δεν σου φτάνουν άλλοι να με διώξεις;

Αντιδιαστολή

Σώμα εδώ και άυλη παρουσία εδώ.

Πυροβόλα λόγια και στρατός τα χάδια.

Φυγόπονα χέρια να μετρούν δουλεψιές και μερεμέτι
πάνω σε σώμα ταλαίπωρο και μαύρο.

Ψυχή καπνοδόχος.

Φώλιασε μέσα μου μαράζι και ντροπή
για την στερνή μας ώρα τούτη.

Σιγάνεψε τώρα τις φωνές,σιγάνεψε τα λόγια...

Κάνε αργά τα βήματα σαν θέλεις να ξεφύγεις.

Γρηγόρευε τα πάθη και βίασε τα χέρια να τα κλείσεις...

Να με κλείσεις μέσα σαν ξεφύγεις.

Metro

Στεκόσουν χθες απέναντι μου.
Στην άλλη όχθη.

Ανάμεσα μας ένας ωκεανός και όμως να ξέρω
που να σε βρω εγώ.

Ξεριζωμός απ' τις πληγές μου,
να σε βλέπω κάτω ακριβώς από την γη.

Ανάμνηση και μυρωδιά από σταφύλι.

Σε βλέπω απέναντι μου,στην άλλη όχθη.

Νυχτιά και χρώμα από πέτρα.
Μάρμαρο κρύο και ηχεία.

Και έκλαιγες.

Το είπες και το έκανα.
Δεν έκλαψα εγώ καθώς πάλευαν τα δόντια
με την γλώσσα μου.

Ένα μικρό βήμα έκανε ο χρόνος προς τα μπρος.
Και εμείς ακούνητοι βρεθήκαμε πίσω,
να αργοπορούμε.

Και όμως,έδειχνες ακόμα τα σ' αγαπώ σου.

Ναι!

Τα έβλεπα μες τα μάτια σου καθώς το τρένο
ακουγόταν απ' τον πάτο στον αφρό να βγαίνει.

Ήχος από διωγμό να φτάνει απ' ώρα σ' ώρα.

Κράταγες ακόμα τα κλειδιά και τον καφέ στο χέρι.
Κοίταζες τον κόσμο να περνά επί του τείχους μας.

Έφτασε το τρένο.

Μας χώρισαν και πάλι ένα μάτσο παλιοσίδερα
και τόνοι και γυαλιά.

Απέναντι.

Δεν σ' έβλεπα απ' το πλήθος μέσα.
Και ήταν καημός να βρω τα μάτια σου εκεί μέσα.
Με λαχτάρα έψαχνα θυμάμαι.

Λαχάνιασμα χωρίς να τρέχω και ίδρωσα χωρίς να τρέχω.

Κλείσαν κι οι πόρτες.

Δεν σ' έβλεπα μπροστά μου.

Κι έφυγε το χώρισμα κι σ' είδα.

-Γιατί έμεινες;
-Για όλα.

Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

Τέλμα

Θα απογοητευόσουν πάλι.
Και όμως.

Τεχνικά παρακείμενα και αόριστα θελήματα.

Πάντα μέσα από το κουκλοθέατρο σφυγμών και πόθων
κουβεντιάζουν οι ανθρώπινοι στεναγμοί και τα πουλιά.

Τέλειωσα μια διαδρομή και άρχισα ένα νέο τέλος.
Και είμαι ακόμα στην αρχή.

Μάλιστα,την αλήθεια και η ομολογία σου και η δικιά μου
μοιάζουν,ναι,την αλήθεια.

Δις αλήθειες και μία προσωπική στην τσέπη και στο βήμα.

Πρέπει να το πω σε όλους.
Σε όλους του κόσμου τους ανθρώπους.

Αεικίνητος.

Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

Εν ριπή οφθαλμού

Εν ριπή οφθαλμού εχάθεις.

Κερασμένα λόγια σε πρόποση ψεύτικη.

Έχω έρθει εδώ ξανά και ξανά στα πριν.

Όχι μια φορά και δύο.
Πολλές.

Δεν γνωρίζω την όψη σου αυτή.

Πάρα μόνο ακουστά την έχω,
ότι υπάρχει σε όλους ανεξαιρέτως
τους ανθρώπους.

Σε έβγαλα μέσα από το όμορφο
και σε ύψωσα στον λόφο.

Να σε δει η ανθρωπότητα να λάμψει.

Εν ριπή οφθαλμού εχάθεις.

Σαν σε σινεμά άδειο στην πρεμιέρα είμαι,
μ' ένα κόκκινο χαλί απάτητο.

Σαν αίμα.

Άτιτλο

-Ησύχασε,δεν είναι το τέλος αυτό.
Δεν είναι αυτό το τέλος.

Θρύμματα

Σε τροχιά μπήκε ο ήλιος βιασύνης.

Μ' άφησε να διώξω την λησμονιά της έλξης.

Θρυμματισμένη υπόσταση μου,πονάς και σήμερα.

Ανοίγω πάλι σήμερα τα τραύματα μου.

Και εσύ σήμερα κάνε ένα βήμα πίσω να δεις.

Είναι να μοιάζεις ζωντανός.

Θρυμματισμένη υπόσταση μου,πονάω και αύριο.

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Κίτρινο σκαμπό

Αγαπημένη μου,διάλεξα ένα μικρό κίτρινο σκαμπό
ν' αδειάζω την κούραση μου.
Που να βρίσκονται τούτη την στιγμή και την
επόμενη οι τύψεις μου άραγε;
Κι όμως,σ' άκουσα χθες αργά να σέρνεις το σώμα
βαθιά στο παρελθόν σου και με είδα να ίπταμαι
στον βυθό των ουράνιων πληγών σου.

Αγαπημένη μου,μην φοβάσαι την γιορτή,
ούτε τα φώτα να φοβάσαι.Άσε το σε μένα.
Δεν το βρήκα το κρυφό ταξίδι,μα έπιασα την
αρχή του κουβαριού.Περιμένω να έρθεις
μα αργείς να σηκωθείς απ' την βόλεψη σου...
Γιατί αργείς; Γιατί δεν ήρθες; Γιατί έφυγα;

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

Βαλίτσα

Άνοιξα το φερμουάρ στο πλάι της νωχελικά,
με το βλέμμα να σφυρηλατεί το πάτωμα.

Μία ανήσυχη νύστα βάρυνε τα βλέφαρα μου...

Δύο μαύρα πουλόβερ με V λαιμόκοψη καθώς
τ' άλλα δεν με βολεύουν.

Πήρα το αγαπημένο μου δερμάτινο παλτό
και τα δυο μου καρό παντελόνια,τα εσώρουχα μου.

Την αξέχαστη κολόνια μου όσο και το μέλλον μας.

Οδοντόβουρτσα,νήμα,ενυδατική proderm,μπατονέτες,
ξυράφια,αποσμητικό,ψαλιδάκι νυχιών.

Έλεγχος των πάντων.

Τικ δίπλα σ' όλα.

Όλα τα πήρα.

''Σήκω'' και σηκώθηκα.

-Κι όμως μην με κοιτάς έτσι!
Εσένα δεν σε παίρνω.

Ρόμβος

Πάνω σ' ένα κλαράκι καημών ανεμόδαρτων
και διωγμών.

Για όσο απ' τον κόσμο έξω στάθηκα να δω.

Τους γυρισμούς τους λιόσπαρτους μέσα σ' ένα ρόμβο.
Ρόμβο από κόκαλα.

Πασπαρτού λιωμένων αντικατοπτρισμών.
Το παιδικό μου θάρρος το έχασα.



Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2009

Εικόνες Αθηνών

Δεν βιαζόμουν τόσο όσο κάποιος θα πίστευε
αν εκείνη την ώρα μ' έβλεπε πως περπατούσα
ανάμεσα στα πεζοδρόμια.

Περνούσα από την μια μέρα στην άλλη και
τον δρόμο τον διέσχιζα κολυμπώντας.

Την ώρα που πέρναγα έξω απ' το μουσείο
Κυκλαδικής τέχνης πιάστηκα απ' το χέρι ενός
ζευγαριού νέων και ένιωσα λίγο.

Κυλιόμουν στα νερά των μικρών αιχμών που
χωρίζουν της πλάκες πάνω στο πεζοδρόμιο.
Δεν έβρεχε.
Ήταν τ' απόνερα.
Περίεργα ένιωσα προς στιγμήν και άλλαξα πορεία
προς την πλατεία Κολωνακίου μα πριν φτάσω
καν,άλλαξα πάλι γνώμη.

Όμορφο πράγμα το μη προγραμματισμένο.

Πέρασα το Σύνταγμα στο δεξί μου χέρι και στ' αριστερό
μου δυο περιστέρια κοίταζαν σαν τουρίστες.
Δεν δίνουμε σημασία στα πουλιά.
Μα ούτε αυτά σε μας.
Αν το καλοσκεφτείς,ποιος είναι ελεύθερος;
Εμείς ή αυτά;
Και ανοίγουν τότε τα φτερά και η απάντηση η ίδια.

Προχωράω στην Φιλελλήνων και παίρνω απ' το περίπτερο
μια coca cola light και συνεχίζω την πορεία μου
έχοντας μέσα στο νου μου το μνημείο των αέρηδων.

Και αφαιρέθηκα...

Έτσι εξηγείτε η δυνατή κόρνα και το βρίσιμο του ταξιτζή.

Μα,συνέχισα ανενόχλητος πίνοντας μια γουλιά ακόμα...
Έφτασα στην Πλάκα.Μύρισαν τα ψητά μα δεν είχα χρόνο.

Ανηφόρισα στην οδό...δεν θυμάμαι ονόματα οδών...
Ούτε τα προσέχω ποτέ μου.
Θυμάμαι τους δρόμους
συνδέοντας τους με την εικόνα τους και
οδηγούμαι πάλι σ΄αυτούς αν το θελήσω ποτέ,
κάνοντας ανάγνωση όλων των
αποθηκευμένων εικόνων
εντός του μυαλού μου,τις οποίες ήδη αποθηκεύω
πριν καν φτάσω οπουδήποτε.

Αποθηκευτικός χώρος άπλετος.
Άνευ περιορισμού GB.
Και εικόνες υψηλής ανάλυσης 12.1 megapixels.

Ερμού.
Το εκκλησάκι της Καπνικαρέας.
Μπήκα για λίγο.Σκοτάδι και λειτουργία.
Κόσμος και λίγα κεριά.Βγήκα.

Καλά μόνος είμαι;

Μόνος είμαι,κοιτάζοντας σαν χαζός
τα Replay της ζωής μου...

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

2009 TV Show

Δεν έχει καν γραμμή τερματισμού το μίσος.
Μια μηχανή αδιάκοπου χαμού ο πλανήτης.

Βαρέθηκα την τήξη των αξιών.

Μείνε στο παρελθόν,στο μέλλον και στο
παρόν η φτώχεια και η φυλακή καλά μας έπνιξαν.

Και εσύ,αυτός κι ο άλλος,οκτάωρα αδειάζουμε όλοι
και το αύριο τέλος,δίχως πάτωμα και η πτώση.

Κούρνιαζε εσύ...

Δεν έχει καν τελειωμό.Το πλήθος είναι στυφό,
υπάρχει τελικώς άπειρη λογική μέσα σ' αυτή την παράνοια.
Εσύ άνοιξε την TV και το παιδί σου αντηχεί.

Στην κόλαση το παιδί σου και το δικό μου καίγεται.
Θέληση για αλλαγή του σκηνικού του πανικού του
κόσμου,σπάσε τα πόδια σου μόνος σου.

Το κλίμα πια εχθρικό.Τα ζώα.
Μένουν πια στη γη τα απολύτως απαραίτητα.

Να μην σε νοιάζει που πας,να μην σε νοιάζει
τι χρώμα δέρμα φοράς.
Το μίσος το μυαλό μας κάλυψε.

Το χρήμα μέγας θεός και η πίστη σου αρχηγός.

Δικάζω τώρα.

Τα δελτία ειδήσεων και τα μεσημεριανά μυρίζουν,
η κοπρολαγνεία στην ύψιστη μορφή της.

Ατέρμων βόθρος.

Στα πεζοδρόμια τα εξώφυλλα στα κλεφτά τυφλώνουν.
Γύμνια και χολή και μόλυνση μυαλού.

Υπόγειο

Ζήσε πάντα μέσα στα ερείπια σου.
Διώξε,κάψε,μίλα μας και θάψε.
Πάρε τ' όπλο και ρίξε στον αθώο.
Βόμβες πίκρες αίμα όπου ήρθες.

Σ' όλα αυτά που νιώθω
δεν χωρά φωτιά πουθενά.

Πάρε σφαίρα τον στόχο σου τον έχεις.
Γράψε κι όλας μια γραμμή και ρούφα
την ως πέρα.
Σκουπίδια ρίξε πλημμύρα όπου είσαι.
Μέθα και οδήγησε στο τέλος κάπου στρίψε.

Σ' όλα αυτά που νιώθω
δεν χωρά φωτιά πουθενά.

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

Στο τέλος γιορτή

Και πίνω το κρασί κι απ' το στόμα σου μεθώ,
πως να εκδικηθώ;
Τι δείχνει η διαδρομή και ποιον θέλει το κορμί,
δεν έχω φωνή...

Να λέω,πως δεν φοβάμαι...μόνο αδειάζω εδώ...

Πως μένει η λογική σκεπασμένη με ψυχή,
τι ψάχνω να βρω;
Τι να σου πω;Πως να διώξω τον θυμό;
Για σένα κρατώ...

Να λέω,πως δεν φοβάμαι...μόνο αδειάζω εδώ...

Ποιος μένει εκεί εκτός και σκοτώνει ο πειρασμός,
πονάει η σιωπή...
Δεν έχω λογική να διατάζω τη ζωή,
στο τέλος γιορτή...

Και λέω,πως δεν φοβάμαι...μόνο αδειάζω εδώ...

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2009

16

Ακριβώς μετά την γιορτή σου.
Στο ταρατσάκι του προφήτη.

16 φιλιά να σε φιλώ,
16 αγγίγματα να νιώθεις,
16 εαυτούς μου να σ' αγαπούν.

Ακριβώς μετά την γιορτή σου.
Στην πλατεία γύρω γύρω να σε ψάχνω.

16 αγκαλιές μου να σ' αγκαλιάζουν,
16 σ' αγαπώ μου να σ' οδηγούν,
16 προσευχές να σε φυλάνε.

Ακριβώς μετά την γιορτή σου.
Το κρασί και το γέλιο και μαζί.

16 γυρισμούς σου ανοίγω,
16 χέρια να σου απλώνω,
16 ζωές να σου χαρίσω.

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2009

Επίθεση

Τα ιδεώδη και τα ιδανικά
μπορούσες να τα κατακτήσεις
χωρίς προφορική οπλοχρησία.

Η αγάπη θωρακίζει την πίστη
των ανθρώπων στους ανθρώπους.

Δέχτηκα επίθεση την ώρα που ύψωνα
λευκή σημαία και εσύ την έβαψες κόκκινη.

Αντί της κατανόησης,σφαίρες λόγων.

Στο θυμό και την οργή σου
εγώ δεν ήρθα οπλισμένος.

Μόνο δέχτηκα.

Παύσατε πυρ!

Αϋπνία

Από ώρες πριν έχω ξαπλώσει το
σώμα στο κρύο κρεβάτι μου.

Προσπαθώ να το πείσω να κλείσει
την ενσυνείδητη επικοινωνία με τον κόσμο,
μα αυτό αρνείται πεισματικά ν' ακούσει
προσταγές και μένουν τα μάτια στην αγρύπνια.

Σύντροφοι ωρών.

Το κορμί αλλάζει οριζόντιες πόζες στον καμβά
του στρώματος και τις ανανεώνει ταχύτατα,
χωρίς την τελική ν' αγγίζει.

Χορεύω πάνω στο στρώμα με χωρίς σεντόνι
και το μαξιλάρι μου θυμίζει όλα τ' ανοιχτά
ζητήματα και τους προβληματισμούς
των χρόνων των λοιπών μου.

Αδιάκοπη ροή κίνησης χεριών,ποδιών και πόνων
κι η αεικινησία μου αυτή μοιάζει νυχτερινή περίπολος.
Μα γιατί να μένω ξύπνιος;Να φυλαχτώ από τι
αφού όλα μ' έχουν αφήσει πίσω;

Ταβάνι,πάτωμα,φιλιά και τρόμος
είναι μέσα στην συνταγή της νύχτας.
Μοιάζει όλος ο πλανήτης να κοιμάται
εκτός από μένα.Έτσι μοιάζει ο κόσμος.

Κι όμως εκεί,παλεύω να σβήσω το κορμί.
Να κοιμηθούν οι έγνοιες.
Εξάντλησης οι ώρες τούτες.

Περιμένοντας να έρθει ότι
αποτελεί τον ύπνο,χορεύω τον
χορό της αϋπνίας.

Γιατί στα όνειρα δεν χόρεψα ποτέ.

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009

Τρικιτρικιτρό!

Μέσα στο μανίκι σου γυρνώ και κάνω βόλτες!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Κάτω απ' τα παπλώματα σου εγώ και σε τσιμπώ!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Απ' την τσεπούλα του πουκάμισου,σου λύνω την γραβάτα!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Μέσα στο παπούτσι σου την κάλτσα σου τρυπώ!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Πίσω στη πλατούλα σου εγώ είμαι τριγυρνώ!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Μέσα στο κασετοφωνάκι σου παράσιτα γεννώ!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Μπερδέυω τα κορδόνια σου,πέφτεις και γελώ!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Μέσα απ' το χεράκι σου,σου ρίχνω τον καφέ!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Τις νύχτες το σεντονάκι σου,εγώ το πιτσιλώ!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Χωρώ στο κινητάκι σου,το σήμα σου χαλώ!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Το άσπρο σου το φόρεμα,πάντα το λερώνω γω!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Τα νέα καλλυντικά σου, στην τσάντα τα μπερδεύω εγώ!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Τα ρούχα στο πλυντήριο,ποιος θαρρείς τ' αποχρωμιάζει;
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Την τρυπούλα στο καλσόν σου την ανοίγει όχι άλλος μα εγώ!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Την ζάχαρη σ' αλάτι την μεταμορφώνω εγώ!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Όλων την ζωούλα σας λίγο τυραννώ εγώ!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Όλων τα μπλεξίματα τα κανονίζω πάντα εγώ!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Και το μωρό που κλαίει τα βράδια,εγώ κι αν το τσιγκλώ!
Τρίκι τρίκι τρόκι,τρίκιτρικιτρό!

Η μπαλάντα του Φαταούλα

Η κοιλιά μου είναι αχόρταγη γεμίζει και γεμίζει
και όλο που γεμίζει όλο άδεια την νομίζω!
Θέλω τα πάντα να γευτώ να τα καταβροχθίσω,
τα μήλα και τα μπρόκολα,τ' αυγά και τα πεπόνια!

Όλα και όλα όλα κι όλαλα!

Δεν χορταίνω να μασάω όλα τα φαγητά του κόσμου,
όλα τα φαγητά της γης δεν χορταίνω να μασάω!
Φέρτε μου μπιφτέκια και τα χόρτα τα δικά μου,τα πατέ
και τα ραβιόλια,το ζαμπόν και τα σαλάμια!

Όλα και όλα όλα κι όλαλα!

Όλα τα θέλω να τα φάω,όλα και όλα να τα γευτώ,
απ' τη Γαλλία ως το Μεξικό,απ' το Θιβέτ ως το Γαλάτσι!
Αυτά τα εκλέρ στη γυάλα κοιτώ και τα λιμπίζομαι,
τις φλογέρες και τις πάστες,τις τρούφες και τα μούσμουλα!

Όλα και όλα όλα κι όλαλα!

Ακονίζω τα μαχαίρια μου,τα πιρούνια μου γυαλίζω,
να βγω περίπατο στα πιάτα να τ' αδειάσω τα κουτά!
Αχ τα λεμονάτα τα κοτόπουλα,τα ροσμπίφ και τα λαζάνια,
αχ τα όμορφα τα σνίτσελ αγκαλιά με τον πουρέ!

Όλα και όλα όλα κι όλαλα!

Αχ οι φραουλίτσες...

Όλα και όλα όλα κι όλαλα!

Αχ τα λαχανάκια...

Όλα και όλα όλα κι όλαλα!

Αχ και οι παπαρδέλες...

Όλα και όλα όλα κι όλαλα!

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

Τίτλος ιδιοκτησίας

Στο πάτωμα κάθομαι ωχρός
ως και ναυαγός διπλής διείσδυσης.

Οράσεων προ των πυλών κι ακουσμάτων
πολυκαιρισμένου πνεύματος.

Αφή λησμονημένου χεριού σε χέρι
κι άγγιγμα προσώπου πυρίμαχου
οινοπνευματοπότιστου κορμιού.

Άλαλος ο ψυχωσικός πόνος του
διαπομπευμένου εγώ μου και ενός
ξερικού εγώ σου.

Αέναος διωκτικός λόγος.

Διαποτισμένο με μίση νεκρών συνεχειών
το μικρό αυτό αδιάτρητο κελί.

Το ράδιο στην μεγίστη των εντάσεων
κατά την ταφική πορεία μας.

Κτήση σωματική και άυλη ιδιοκτησία,
με τίτλους και μετά τιμών.

Προς ενοικίαση το κατεργασμένο σώμα μου.

Μπολιασμένη με πικρία η πίστη
στον γυρισμό της λύτρωσης.

Υπνόσταλτο εγερτήριο δεσμού ελευθερίας.

Διάθλαση θυμών

Ύψωσα σημαία ολόλευκη κι ολοκάθαρη
απ' το πλυντήριο μόλις φρεσκογέννητη,
στη διάσπαση μέσα των ηθών της πόλεως.

Δεν έζησα για να μένω στο πίσω κάθισμα
τρακαρισμένου αυτοκινήτου,συνοδός της έλξης.

Τα πρωινά έστρωσα κρεβάτια,απλή ενέργεια
καθημερινής ανίας,με ψυχή σμπαραλιασμένη
σε στύλο ηλεκτροδότησης και φωτός
φιλεύσπλαχνου βιασμού.

Βούτηξα απ' τον βατήρα της ζωής,μέσα
στην υπό ανέγερση μπανιέρα μου και
βούλιαξαν ώσπου τα πόδια άγγιξαν την άμμο.

Στην σιωπή περπάτησα λίγα ακόμα
άτολμα βήματα θάρρους και επέδειξα σθένος
αδιαπέραστης δειλίας.

Έπιασα τον πάτο της βιασύνης κι
απ' τον χρυσό αφρό της νιότης,
έφτασα στην ημερομηνία της λήξης μου.

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009

Ωδή στα παγανά

Εσείς,μοναδικά μου πανηγυριώτικα παιδιά
που ξέρετε απ' έξω και ανάκατα όλα τα χτικιά μου,
γνωρίζετε τον πόνο και το δράμα μου και
τον μέσα φαγωμό μου!

Μην φεύγετε ποτές από κοντά μου,δικά μου ζούζουλα
της νύχτας και της μοναξιάς μου διωκτοπούλια!
Πάντοτε ζηλωτής της σκοτεινιάς σας ήμουν και όλα
τα πειράγματα σας καρτερικά τα περίμενα να έρθουν
πάνω στο σώμα το πληγωμένο το στερνό μου.

Μια σκουντιά με ορμή ρίχνετε εσείς για μένα προς
τον πόνο και ταλαντεύεται κι αυτός και ξεριζώνεται
απ' τον παρασέληνο τον θρόνο του.
Το σκότος αφήνετε να σας φωλιάζει πάντα
μέσα στ' άκρα του και απολαμβάνετε το ζεύκι
που ετοίμασα για σας στο τέλος τώρα.

Τούτο το σκοτίδι που μελώνει την ύπαρξη μου τώρα,
μικραίνει την χασμάδα του κόσμου του δικού μου
απ' τον δικό σας.

Την νύχτα τούτη έβρασα για σας γλυκάδια ζουμερά
μέσα στο χελωνοκαύκαλο μου κι η έκπληξη για επιδόρπιο
ωμές πολλές να φαγωθούν οι χρυσαλίδες της αυγής!

Μου το είπε κάποτε μια χειρομάντισσα
πως θα σας συναντήσω,μα ποτέ μου δεν τ' ονειρεύτηκα
πως μ' εσάς θέλω να ζήσω!

Μέσα στο ταγάρι μου πάντα κουβαλώ το φαγί σας,
να λειτουργεί σαν κάλεσμα σε σας,καθώς η νυχτιά
αυτόν τον κόσμο θα σιμώνει.

Τώρα που φυσά ο Ζέφυρος στον δρόμο μου,σας βλέπω
παντού μεσ' τα σαλέματα των φύλλων.
Εδώ είστε παγανά μου και σας νιώθω να στέκεστε σιμά
μου και να μ' αποτραβάτε απ' την αλήθεια της ψευτιάς
αυτού του κόσμου.

Τούτο το μεγάλο φαγοπότι μας κι απόψε
να φέρει ακόμα δυνατότερα δεσμά της πλευράς αυτής
και της δική σας...

Τους φανοστάτες όλους τους γκρέμισα στο δρόμο για το σπίτι
για να έρχεστε συχνά κοντά σ' εμέ και την βαθιά μου θλίψη.
Άλλα λόγια για σας δεν έχω να ειπώ,μένω άφωνος μπροστά
στα κακοσχημάτιστα τα σώματα σας.

Στον πορτάρη μου έχω πει ν' ανοίγει μπρος στο διάβα σας
την πόρτα την δική μου,να έρχεστε τις ώρες σαν κοιμάμαι
να γεμίζετε την κάμαρη μου γέλια και φλουριά!

Άλλο μεγάλο πόθο δεν πιστεύω να έχω,μόνο εσάς
μεσ' τη ζωή μου κάθε μου ώρα που περνά,
μόνο εσάς θέλω για πάντα να 'χω!

Παρέα μου ανεκτίμητη την χρυσοΰφαντη σιωπή μου
πως την σέβεστε και μιλάτε μες τ' αυτιά μου και με παίζετε!

Στοιχειά και τέρατα γλυκά μου και ονειροπόληση,
την γύμνια την πικρή μου σκεπάζετε απαλά.

Μ' εσάς να ζω τα χρόνια μου,μ' εσάς σαν θα πεθάνω...

Κανιβαλισμός

Μένος και ισοπέδωση και κανιβαλισμός
εις βάρος των αθώων των ψυχών.
Απονέκρωση της ιδεατής εξέλιξης του γένους
των ανθρώπων.

Διωγμός της αθέατης ειρήνης
απ' τα μάτια αγγέλων και παιδιών.

Ως πότε θα φυσά ο αιματικός τούτος άνεμος
και θα κομματιάζει την πίστη των
εναπομεινάντων;

Εικόνες από κόκαλα και σάρκα και σώματα
απογυμνωμένα από την αξιοπρέπεια
και με μια μανιώδη πρωτόγονη φύση
να κυνηγά τους στόχους.

Έκρηξη!

Μαύρο αίμα τρέχει απ' τα αυτιά
του πλήθους των λαών και απόλυτη
τύφλωση στα μάτια των αρχόντων.

Δεν έχει όρια η τραγωδία και
το μίσος των ανθρώπων.

Κανιβαλισμός,πλήκτρα υπολογιστών.
Αδιάκοπη στα χρόνια η σήψη και
εμείς με την υπερπολυτέλεια
του τηλεχειριστηρίου αλλάζουμε την
ροή της ζωής,πατώντας
απενεργοποίηση της συνείδησης.

Αθώα βρέφη στα σακιά κατασπαραγμένα
από την σαπίλα των ενήλικων
τυραννικών μυαλών.

Ξεριζωμένα σπλάχνα μανάδων και παιδιών.

Ως που θα φτάσει η απραξία σου;

Άμορφη μάζα είναι τ' άψυχα κορμιά
αμάχων και μαχόμενων.

Δεν ξεχωρίζουν ο θύτης και το θύμα...

Και αυτοί που πολεμούν για <<ιδανικά>>
που παίρνουν το δικαίωμα αφαίρεσης
του ύψιστου αγαθού;

Δάκρυα και πνεύμα κατασπαράζονται
στην πιο μεγάλη έχθρα.

Τέτοια ώρα,η χαρά η δική μου κι η δική σου,
δεν είναι δικαίωμα μας.

Διαμελισμός της ύπαρξης.
Κατάργηση της ανθρωπιάς.

Λεξομαχίες

Δυο λογάκια κι ένα τρίτο κάθονταν
και μαλώναν για την φράση.
Το ένα τ' άλλο σκότωνε μπας
και πρώτο τερματίσει.
Στην τελεία μήπως την απόλυτη δίπλα
πάει κάτσει και στολίσει.

Δυο λογάκια κι ένα τρίτο κάθονταν
στην γραμμή του τετραδίου και
χτυπιούνταν με τα κόμματα
μπας κι αλλάξουνε τα πρώτα.
Διώχναν μέρες και φεγγάρια στρόγγυλα
μα κράταγαν το πόνο...

Δυο λογάκια κι ένα τρίτο στο χαρτί
ήταν γραμμένα κι όλα ήθελαν να μπουν
πρώτα στην ιστορία των ανθρώπων!
Μα το ένα τρώει τ' άλλο και σκορπούν
πόνο και σκουπίδια...

Η ιστορία δεν τελειώνει χωρίς βία.
Σαν πλημμύρα το αίμα στα βιβλία...

Αναπόφευκτο

Τρέμω στην ιδέα πως σε χάνω,
μα τρέμω πιο πολύ στην ιδέα
πως θα σ' έβρω πάλι...

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

Η κόρη των στολιδιών

Τα κλαδιά και τα καραβόπανα
αυτές τις μέρες κλαίνε.
Ότι κι αν φορέσουν
στα σώματα να λάμπει,
εκείνο αρνείται να φεγγίσει.

Γιατί το πι' όμορφο στολίδι,
από καιρό την έχει κοπανήσει...

Δεν είναι από χρυσό ή αργυρό
μα ούτε από βελούδο,
ειν' από σάρκα και οστά και στα χέρια
αγκαλιάζει αρκούδο.

Είναι η κόρη μας που έφυγε νωρίς
από την πόρτα έξω,και
μια ανάσα σ' ένα βάζο
μου έμεινε να έχω.

Δεν έχω ψάξει να σε βρω
μα ούτε και προσπάθησα,
βρήκα τον δρόμο τον στενό
και μ' ένα γιο περπάτησα.

Κορούλα μας που τράβηξες νωρίς
για το φευγιό το μέγα,
έφυγες και έβαλες στα όνειρα
ένα πικρό ωμέγα.