Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Αλατινή (τελικό)

Αλατινή


Ζούσε κάποτε μέσα στα μελλοντικά τα χρόνια μια κοπέλα,μονάκριβη,

και ξεχωριστή απ'όλους τους ανθρώπους.


Τα μάτια της,τα μαλλιά της,η καρδιά της,το αίμα και η φωνή της,φτιαχτά ήταν όλα απ'αλάτι.


Αλμυρογέννητη.


Απ' το αλάτι το πιο αλμυρό ήταν καμωμένη.


Ζούσε στην πολιτεία την πιο κατοικημένη που σ'όλα τα

μέρη του κόσμου ήταν ξακουστή.


Οι ξένοι την ονόμαζαν Κυψέλη.


Μια πολιτεία όπου οι άνθρωποι ήταν τόσο κοντά ο ένας στον αλλον

που έμοιαζε σαν σε μελίσσι να βρίσκονταν...

Σαν σε μελίσσι μέσα να χόρευαν την ζωή τους...


Την κοπέλα την μονάκριβη,τη νέα,οι άνθρωποι την φώναζαν Αλατινή.

Η Αλατινή,όπου χάραζε το πέρασμα της,οι τόποι και οι άνθρωποι γίνονταν

πλούσιοι.


Τα λιβάδια με τ' ασημόχορτα μα και οι τσέπες των φτωχών γέμιζαν αλάτι...

Ότι εκείνη άγγιζε κι' ότι κι αν εκείνη θα έσπερνε νοστίμευε παντοτινά...

Είχε χάρισμα απ' τα λίγα η τυχερή να νοστιμεύει με την ύπαρξη της ολόκληρη
την πλάση εκτός από..!


Εκτός από...


...θα σας τ' αποκαλύψει σύντομα παιδιά η ροή της ιστορίας...


Η ματιά και η λαλιά της έσταζαν αλμύρα σαν την χάζευες και

συνάμα της μιλούσες.


Σε ομόρφαινε και σ' άλλαζε τον τυχερό,καθώς το στόμα της άστραφτε
περίσσιους κόκκους!


Είχε πάντα δεμένο στο λαιμό τον ήλιο και στον καρπό αναμνήσεις...

Μια μέρα σαν όλες τις ερχόμενες,συνάντησε ένα παλικάρι.

Ένα παλικάρι σκοτεινό και φορτωμένο με ένα αξιοπερίεργα θλιμμένο βλέμμα.


Ήτανε νύχτα μόνο οι μέρες του.
Σκοτάδι ήταν συνέχεια οι ώρες του.


Σαν λοιπόν τον κοίταξε η Αλατινή,τον αγάπησε στο πρώτο βλέμμα τους...


Και αμέσως βρήκε το δώρο το πιο κατάλληλο να τον γιατρεύει απ' το σκοτάδι του.

Το είχε μαζέψει κάποτε απ' τα σκουπίδια της Κυψέλης...


Τον κοίταξε βαθιά κατάματα,του έσμιξε το σώμα της στο δικό του και του είπε:


"Θα φωτίζω εγώ το σκοτάδι σου..."


και του φόρεσε του νέου με μια κίνηση το φεγγάρι στο λαιμό...


Σύμβολο της πίστης των αγαπημένων των ανθρώπων.


Και έτσι κι έγινε λοιπόν,έγινε αγάπη.

Ζούσαν πάντα από κει κ' ύστερα σαν την νύχτα με τη μέρα.


Συνέχεια ο ένας ήταν τ' αλλουνού.


Μια μέρα,χρόνια πολλά μες τα χρόνια,

τα επόμενα τα περασμένα χρόνια,σύννεφα κατάβρεξαν τον ουρανό και μαζί τη γη τους!


Κι αυτοί,παρέα βρέθηκαν ερωτευμένοι σ' αυτόν

τον χαλασμό μέσα...


Η Αλατινή ξεχάστηκε απ' τον έρωτα της για τον νέο

και έμεινε μέσα στην αγκαλιά του απροστάτευτη κάτω απ' το νερό για μόνο λίγες ώρες

μα αιώνια...


Άρχισε να λιώνει...


Άρχισε να λιώνει μέσα στα χέρια του και αυτός κοίταζε απλά ανήμπορος να φέρει τη σωτηρία για την Αλατινή...

Η Αλατινή καθώς χάθηκε από τα χέρια του σκοτεινού νέου μέσα,κύλησε μέσα στα ποτάμια...


Κύλησε μέσα σε πόλεις...

μέσα σε χειμώνες...

μέσα σε φυλλωσιές και μονοπάτια μέχρι που στο τέλος τέλος

πλημμύρισε ακόμα και την θάλασσα...

Όπως σας είπα και πρίν,πάντοτε η Αλατινή με την ύπαρξη της νοστίμευε ολόκληρη την πλάση εκτός από...


Την θάλασσα!

Της οποίας το νερό μέχρι τότε ήτανε γλυκό σαν βυσσινάδα!

Έτσι γίνηκε η θάλασσ' αλμυρή όπως την ξέρουμε όλοι σήμερα...

Επειδή ξεχύθηκε μέσα της η καημένη η Αλατινή...


Και ξέρετε γιατί ζει το φεγγάρι ψηλά στον ουρανό;


Θα σας πω εγώ τούτο το μυστικό μα μυστικό να μείνει...


Ο σκοτεινός νέος όταν έχασε την Αλατινή,

έβγαλε το φεγγάρι που του είχε χαρίσει εκείνη να φοράει στο λαιμό του

και το πέταξε στον ουρανό...


Έτσι κάθε φορά όταν έρχεται η νύχτα,

το φεγγάρι λάμπει στον νυχτερινό ουρανό ψηλά...


Φωτίζοντας όλων το σκοτάδι και συνάμα καθρεφτίζοντας την όψη του στη θάλασσα,

όπου μέσα της και τούτη τη στιγμή που σας λέω εγώ αυτή την ιστορία ζει ακόμα η Αλατινή.


Από τότε,στους χρόνους και τους καιρούς που περνάνε βιαστικά,

το φεγγάρι ζει στον ουρανό αλλά και μεσ' την θάλασσα...

κι η Αλατινή αγκαλιά το κρατά πάντα κάθε νύχτα μέσα στα χέρια της...


λες και κρατά τον νέο...


Και όσο για τον νέο μιας και το 'φερε η ιστορία,

αν κάνετε ποτέ ένα περίπατο τα βράδια που το φεγγάρι υψώνεται στους ουρανούς,

θα τον συναντάτε πάντα στα ακρογιάλια.


Θα χαϊδεύει το νερό.

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Από μνήμης

Ένα κόκκινο πουκάμισο.
Κόκκινα μαλλιά
και το γνωστό χαμόγελό σου.

Πετάγεσαι δω κι εκεί.
Και ψάχνω να βρω τα ίχνη σου
τα πύρινα.

Κορμάκι μικρό από λευκό κρασί.
Τέχνη,πίνοντας τα δάκρυά μου...
Αόρατα να μην τα δεις.

Στο χέρι κρατάω ένα κενό.
Τόσο μεγάλο να χωρά τα λόγια.
Κρύο σαν ζέστη.

Πως μπορείς ακόμα;
Από που κρατιέσαι
και γιατί;

Με φύλλα δανεικά ως τον χειμώνα.
Φθαρμένη αγάπη μου,
για σένα είναι η σκιά μου.

Σκοτάδι με πλαστά φώτα.
Κόσμο γεμάτο ο τόπος.
Μ' άδεια τα μέσα μου.

Κόκκινο πουκάμισο.
Κόκκινα μαλλιά
και δεν με κοιτάς.

Υπαρκτή μπροστά στα μάτια μου.
Από μνήμης.

Απλά

Πως ψάχνω με μανία τα πρωινά το κουταλάκι
του καφέ που έβαλες εσύ τελευταία!
Αρχή και πάλι από κει που σ' άφησα.
Ή μ' άφησες;
Γιατί να μην ψάχνω κάτι από γυαλί;

Εδώ γύρω πάντα περπατώ κοντά σου.
Μα μόνο εγώ είμαι κοντά.
Εσύ μένεις με πείσμα μακριά
και μου μιλάς απλά.
Τόσο απλά.

Δεν έχω κουράγιο άλλο.
Μα αντέχω λες και θ' αλλάξει.
Και ο χρόνος λένε πως γιατρεύει.
Μα δεν το λένε δυνατά.
Σαν να μην τ' ακούς.

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Στη Δύση

Βρήκα άλλη μια φορά το κουράγιο ν' ακουμπήσω
το χέρι μου πάνω στον ώμο του τελευταίου σου κλαδιού.
Το χέρι αυτό που κουράζεται να διώχνει τα κακά.
Τα κακά αυτού του κόσμου.

Και σαν κάνεις πάλι να κοιτάξεις πίσω σου,
θα δεις ξανά το τέρμα που προσπέρασες.
Το τέρμα αυτό που έδιωξε τα καλά.
Τα καλά αυτού του κόσμου.

Κύλησε γι' άλλη μια φορά το δάκρυ σου
και έσταξε κάπου μεσ' τη δύση.
Την δύση αυτή των στεναγμών,που φέγγει.
Που φέγγει στα σοκάκια ακόμα.

Την πόλη αυτή που δεν συνήθιζα
να βλέπω μες τα μάτια.
Την κοίταξες συ κατάματα.
Κατάμεσα στα μάτια.

Βρήκα άλλη μια φορά το κουράγιο ν' ακουμπήσω
το χέρι μου πάνω στον ώμο του τελευταίου σου κλαδιού.
Κλαδιού π' ακόμα αυτό σιγοκρατεί,την κούνια την δική μου.
Την κούνια αυτή π' από παιδί,πονώ για να τη φτάσω.

Την πόλη αυτή που δεν κατάφερα
να βλέπω μες τα μάτια.
Την κοίταξες συ κατάματα.
Κατάμεσα στα μάτια.

Κι έτσι μονάχα εγώ συνήθισα να την κοιτώ,
μεσ' τα δικά σου μάτια.