Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

Η κόρη των στολιδιών

Τα κλαδιά και τα καραβόπανα
αυτές τις μέρες κλαίνε.
Ότι κι αν φορέσουν
στα σώματα να λάμπει,
εκείνο αρνείται να φεγγίσει.

Γιατί το πι' όμορφο στολίδι,
από καιρό την έχει κοπανήσει...

Δεν είναι από χρυσό ή αργυρό
μα ούτε από βελούδο,
ειν' από σάρκα και οστά και στα χέρια
αγκαλιάζει αρκούδο.

Είναι η κόρη μας που έφυγε νωρίς
από την πόρτα έξω,και
μια ανάσα σ' ένα βάζο
μου έμεινε να έχω.

Δεν έχω ψάξει να σε βρω
μα ούτε και προσπάθησα,
βρήκα τον δρόμο τον στενό
και μ' ένα γιο περπάτησα.

Κορούλα μας που τράβηξες νωρίς
για το φευγιό το μέγα,
έφυγες και έβαλες στα όνειρα
ένα πικρό ωμέγα.

Χορός βεγγαλικών

Σ' ένα χορό,σαν μικρό βεγγαλικό βρήκα
πάλι τον χαμένο τον ρυθμό.

Θα διώξω τα παιδιά απ' το λούνα παρκ,
να ζει κι' αυτό στην ερημιά.

Που να μας βρω να γιορτάσει η καρδιά στα
χίλια χιλιοστά;

Τι να βρω να σου πω και τώρα,
όταν όλα είναι φτιαχτά;

Ο κουμπαράς με τα χίλια πρόσωπα

Μαζί κολλήσαμε επάνω του
τα χίλια πρόσωπα του.

Γιατί άδειος έτσι που στεκότανε
του κακόπεφτε του μαύρου,
βαμμένος με σκοτάδι στα έξω
κι από μέσα μάλλον ίδια...

Προορισμός του να γεμίσει
πολύτιμα παιχνίδια χάρτινα
και όχι με σκουπίδια.

Γεννήθηκε άδειος στην αρχή,
μα σίγουρα γεμάτος στην
τελευταία πνοή του.

Τόσα πολλά και διάφορα τα πρόσωπα,
κεντημένα μάτια και χαμόγελα
τρελά μα σκουριασμένα...

Χάθηκα μέσα στα χίλια πρόσωπα του
να δω χαρές μου αλλοτινές,
μα το μόνο που διακρίνω,
μαρτυρικές μου θύμησες πικρές...

Ο καταρράκτης

Βγήκα απ' το δωμάτιο σου που έμεινες
σιωπηλή για ώρες,με τις αποσκευές σου
έτοιμες για αναχώρηση.

Έκανα τέσσερα πέντε βήματα στο
μπάνιο σου να κρυφτώ,γιατί στη
ζωή μου περισσότερο ποτέ μου
δεν φοβήθηκα.

Μπήκα,και πίσω από την δύναμη
που σου έδειχνα,κρυβόταν η σήψη
του κορμιού και της ψυχής μου.

Στον καθρέφτη κοίταζα ώρα να δω
το πρόσωπο μου μεσ' τον χρόνο αγαπημένο
και μόλις το είδα πλάι στο δικό σου,χύθηκα
στο πάτωμα πικρός καφές.

Μ' έβγαλες,με κράτησες και σκούπισες
τον ποταμό και σου έφυγα την νύχτα.
Την νύχτα πριν απ' το ταξίδι σου
για ώρες,έγινα καταρράκτης.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Το καβουράκι

Τόσο μικρό και απροστάτευτο,
πάντα γυρνάς στη θάλασσα κοντά.
Σε κοιτάζω και χάδια σ' ακουμπάω
πάνω στα χείλη τα σκληρά.

Τα καβουρίσια τα ματάκια σου
μαύρες μισάνοιχτες κουρτίνες,
κλείνω το φως ματάκια μου γοργά
στην αρχή ν' αφήσεις τις κουκκίδες

Το κύμα σε κουνάει και σε πάει,
πέρα δώθε σε πετά και σε σκορπά.
Με τις μικρές τις δαγκανίτσες σου
το πουκάμισο μου πιάνεις και χαλά.

Δεν έχεις σπίτι εκεί στα βράχια
γιατί δεν κάνεις να 'ρθεις κατά δω;
Σε σηκώνω μες τα χέρια για να πας,
μα με μανία τρομερή,σαλεύεις και τσιμπάς.

Με τ' αλμυρά τα βηματάκια σου
λερώνεις πάλι τα λευκά.
Δεν ψάχνω πια στο τώρα τα κλαδιά
μόνο τα βράχια μ' απομένουν εμέ πια.

Το δρομάκι σου μ' αλισάχνη ειν' στρωτό
και ψάχνω πάντα στην αρμύρα να σε δω.
Απ' αφροθάλασσα και άμμο ειν τα χείλη μου
και η δική σου η απουσία η καταδίκη μου.

Υπόσχεση

Όταν κοιτάς τον άνθρωπο σου στα μάτια
την ώρα του αποχαιρετισμού σας
και του ζητάς συμπόνια,
τι σας δένει όταν εκείνος την
υπόσχεση δεν δίνει;

''Σύντομα...''

Αυτό περίμενα ν' ακούσω...

Τίποτα δεν αλλάζει

Μπήκε απότομα μέσα στον χώρο
και την είδε στο πάτωμα να κλαίει.
Έτρεξε και την έπιασε απ' τον ώμο
με πρόθεση να την σταματήσει.
Εκείνη χωρίς υποκρισία λέει
''Δεν σου ζήτησα πολλά...''

Τίποτα δεν αλλάζει.

Το ήξερε από καιρό πως
η δουλειά της δεν της ταίριαζε.
Το έβλεπε κάθε πρωί στον καθρέφτη
πως δεν άντεχε ούτε καν τον εαυτό της.
Αυτός δεν έκανε και τίποτα να
φτιάξει τα πράγματα...

Τίποτα δεν αλλάζει.

Το πρωί έφτιαξε τα πράγματα του
''Θα έχω πολύ δουλειά,θ' αργήσω...''
Εκείνη με καρφωμένο το βλέμμα
στο πάτωμα του λέει με φωνή σπασμένη
''Εσένα θέλω εδώ...''

Τίποτα δεν αλλάζει.
Τίποτα δεν αλλάζει.

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Χελιδονάκι μου

Απλώνεσαι σαν ουρανός

κι αν χελιδονάκι μου εσύ πετάς,

την φωλιά σου εγώ κρατάω εδώ,

για να 'χεις πάντα να γυρνάς.

Το παζάρι της τρύπιας απόχης

Τώρα!Θα σε σηκώσω σα φτερό!Που μου
κάθεσαι συνέχεια απλωτό!Θα σ' οδηγήσω
σήμερα στα πιο παράξενα τα μέρη!
Εκεί π' ολονυχτίς οι δρομοπωλητές
πουλούν τα λαμπερά αγαθά τους.

Με καμάρι θα σε βγάλω απ' το μικρό σπιτάκι σου
και θα τρυπώσουμε μαζί κατ' απ' τους
γειρτούς τους πάγκους.
Έλα να πάμ' ένα περίπατο στον κόσμο,
να ει δούμε τα εκθέματα του πεζοδρομίου της πόλης.
Κοίτα τα ρόδια τα χρυσά και τ' απλωμένα στη σειρά χαλιά,
όμορφο μωσαϊκό χρωμάτων και ευωδιών.
Οι φωνακλάδες την πραμάτεια τους εντόνως κανακεύουν,
με μια φωνή σαν τύμπανα πολέμου και οχτρού!

Η ζέστη η αυγουστιάτικη στην αγορά σαν φτάσουμε
σίγουρα θα μας παιδέψει,μα με γιορτή και μ' ασπρολούλουδα
θ' ανταμοίψουμε το πέρας των καιρών μας.

Σήμερα θα σε σηκώσω στ' άδεια χέρια μου και θα σε πάω
στις χειρομάντισσες να σου πουν το ριζικό μου.
Μα ακόμα κάθεσαι και βολεύεσαι φτωχό;
Σήκω να βγεις τα πλούσια τα καρότσια να γεμίσεις!

Κοίτα να δεις που ξαφνικά εκεί που έλεγα να κλείσουμε
τα φώτα,μια απρόσμενη διάθεση για έξω μ' επισκέφθηκε
και μου άνοιξε ξανά τα νυσταγμένα μάτια.
Βάλε τα ρούχα τα παπούτσια σου γρήγορα!
Μ' απορροφούν οι μουσικάντηδες και με γυρνούν
στα πίσω,μια όρεξη να δεις τρελή που μου 'ρθε,
ποδοβολητό βαρύ στο πάτωμα ν' αφήσω!

Κοιτάξτ' εδώ τα βλέμματα γεμάτα από
ζωντάνια και αλήθεια και χαρά κι από πικρό μαράζι,
το παζάρι αυτό το μαγικό την φτώχεια μας ρημάζει!

Και νιώθω πλέον βασιλιάς!
Έχω κορών' από βερίκοκα,καρότα για μαλλιά,
λαχανόφυλλα για ρούχα,σύκα και κουκιά!
Το λαμπερό χαμόγελο μου από σκόρδα χαϊμαλιά,τα
κρομμύδια για παπούτσια και στο βλέμμα συντροφιά!

Το έπος του Ρουθούνη

Μαύρος κι άραχνος κουρνιάζεις
και μέσα και έξω και κλεφτά,
με ένα μούτρο ολοσκότεινο μα
τα μάτια φλογερά!

Η γούνα σου ανάστατη
στο σώμα επάνω κολλημένη
κι η δύστυχη κοντή ουρά σου
χρόνια τώρα ειν' κομμένη!

Έχεις δυο δόντια μυτερά
π' απ' τα χείλη ξεπροβάλλουν,
κι όποιοι τάχα μου σε δουν
στα πόδια γρήγορα το βάζουν!

Η πείνα σου είναι άσβεστη,
ποτέ σου δεν χορταίνεις,
και σαν κίνηση κάνουν να σε διώξουν
αλλού γυρνάς,σωπαίνεις!

Αθόρυβα τα βήματα στο πάτωμα τα κάνεις
και το ενδιαφέρον σου αμείωτο
την Φαίδρα να ξεκάνεις!

Μες την ησυχία της νυχτιάς
πάντα σ' ακούω να ρουθουνίζεις
και τα δάκρυα απ' τα γέλια μου
με την κουτσή σ' ουρά σκουπίζεις!

Portes bagages

Το Καλοκαίρι,
τη μικρή φουσκωτή βαρκούλα μας,τα μαζεμένα
βότσαλα σου,τις πετσέτες,τα κουπιά που τραβήξαμε,
το αντηλιακό σου,τη τσάντα σου τη πολύχρωμη,
τα κατάρτια,τα εισιτήρια μας,τις καλαμιές,τους καφέδες.

Το Φθινόπωρο,
τα φύλλα,τα πρωτοβρόχια,τη γκριζάδα,τις συννεφιές,
το νέο μου μπουφάν,τα δώρα σου,τον πόνο,την αγωνία,
το σ' αγαπώ,το κλάμα μου,τις ευχές,τις συνέπειες,
τις προτάσεις,τον χωρισμό,το δάκρυ.τις εξετάσεις.

Τον Χειμώνα,
τις ομπρέλες,τα παλτό μας,τα σκουφιά σου,τα γάντια,τις
γαλότσες,τα κασκόλ μας,την Φλωρινα,το κρύο,την παγωνιά,
το χάδι σου,τα αδιάβροχα,τα γενέθλια σου,τα αποτελέσματα,
το χάδι,τις κραυγές,το χιόνι και το γέλιο.

Την Άνοιξη,
το μέλι,τα λουλούδια σου,το φεγγάρι,το ρολόι,
τις γιορτές,τα κάρβουνα σου,τις μάλλινες ελαφριές
ζακέτες σου,τα γενέθλια μου,τις πρώτες ζέστες,
τις βόλτες μας,την Αθήνα,τα χέρια μας δεμένα.

Όλα μέσα στο portes bagages τα βόλεψα.

Ανεμοδούρα

Σε παίρνω και σε σηκώνω με τα
μποφόρ μου να οργιάζουν στο μικρό
σου υπνοδωμάτιο μέσα.
Τρεις και κάτι το ρολόι να μαρτυρά το αργά
που ησυχάζουν οι άνεμοι,μα εγώ δεν
κοπάζω ποτέ.
Σηκώνω στροβιλίζοντας τα πράγματα,
δικά μου και δικά σου,να χτυπούν τους
τοίχους εκρηκτικά πυροτεχνήματα
θυμού και λήθης.
Αποδεσμεύω ισχύ φοβερή και ξεριζώνω
την αυγινή και φλόγινη ησυχία
από τα στρώματα μας.
Δεν σταματώ ποτέ να σε φυσώ μα ούτε
να σε προκαλώ με κάθε λόγο που αρθρώνω
και σ' αντάρες μέσα σε αφήνω να πετάς.
Κορνίζες και φωτιστικά,ποτήρια κάρτες
και αναμνηστικά σηκώνω στον αέρα,
αφήνοντας για εσένα το διωγμό μου να ζητάς.

Αποβροχάρης

Τα σύννεφα διαλύθηκαν και το γαλάζιο
χρώμα άφησαν πίσω να μας μένει.
Έσκυψα και μύρισα το χώμα και στάθηκα
για λίγο ακίνητος να χαζέψω τις νερόμπιλιες
ν' αλλάζουν αποχρώσεις στις επτά.
Φόρεσα το παλτό που μου χάρισες πέρσι
και άρχισα τα βήματα τ' ανελεύθερα στην
πολιτεία αυτή που μ' αποφεύγει με το χθες.
Με έπιασε μια αρνησιά πρωτόγνωρη
για να πισωγυρίσω και συνέχισα στο γκρίζο
χρώμα να κάνω εγώ τον άλικο ουρανό σφραγίδα.
Πως το μεγαλείο τούτο ο άνθρωπος το θυσιάζει
στο βωμό του καθημερινού;
Τ' ανεμοβόρι με θέριζε και μέσα στη μέση
έμενα απροφύλαχτος στο κρύο.
Τι κρύο εσωτερικό!Δεν μ' άφησε να χαρώ
τις λιγόφωτες τις ώρες στου μισοσκόταδου το διάβα.
Προχώρησα πιο γρήγορα,στ' αντάμωμα να φτάσω.

Διακοπή

Μιας και ήρθες απόψε και με ξύπνησες,
δείξε μου που πάνε τα παιδιά όταν
σβήνουνε το φως.
Πες μου αυτά που κλαίω ν' ακούσω
τόσα χρόνια και βρες ξανά κουράγιο.
Μια και ήρθες απόψε,κέρναμε γλυκό κρασί,
κόκκινο και λευκό,να μεθύσω σαν γιορτή
το χρόνο της νύχτας που μ' απομένει.
Δεν έχει φεγγάρι απόψε μικρή,το
διακρίνω μεσ' τα μάτια σου.
Μια και ήρθες απόψε και με ξύπνησες
αποψινή μου ταραχή,πες μου ξανά τον λόγο
να κοιμηθώ αδιάκοπα και πάλι...

Βρήκα εγώ τον λόγο να κοιμηθώ...
Θα κλείσω τα μάτια πάλι,προσμένοντας
ξανά μία διακοπή σου.

Αλλόκοτο κι' αλήθεια

Μόνο η απόσταση μας φέρνει
πιο κοντά στο τέλος της μικρής
μας ιστορίας.

Η αρχή μας κρατά πιο μακριά.
Το τέλος μας ενώνει.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Πρόσκληση στα βάσκανα

Εσείς υποχθόνια πλάσματα της βαθύτερης της γης,
βγείτε πάλι στην επιφάνεια να με πάρετε μαζί σας
στην τρελή γιορτή σας!

Άτσαλα γένια και μάτια ασύμμετρα και στρογγυλά,
στόματα στραβά και με σώματα σακατεμένα,εδώ και κει
χοροπηδάτε σαν σαλεμένα ξόρκια να σας χτύπησαν!

Δικά μου τρελά,ολόδικα μου ξωτικά και καλικάντζαροι δικοί μου!

Ελάτε μεσ' τη νύχτα αυτή την βροντερή και σκορπίστε
στους ορίζοντες στους τέσσερις την ριζωμένη που' χω μοναξιά
στα στήθια να με ρημάζει μανιακά.

Δόντια σάπια πεταχτά και δάχτυλα σε λάθος θέση.
Με φωνές περίεργες κι' αστείες και φρικτές,μ' αυτιά πελώρια
τρυπητά.Άλλοι κοντοί χοντροί με παραμορφωμένα τα κορμιά
και άλλοι πάλι κουτσοί και αγριόμορφοι και σκούροι στην ψυχή.

Ελάτε να με πάρετε μακριά απ' την αλήθεια την πικρή
και ακουμπήστε με μέσ' τα παραμύθια της καρδιάς!

Αποκρουστικά μου πλάσματα μικρά,ελάτε γρήγορα
και αυτή τη φορά να την γλιτώσω,να πιάσω και γω
μια θέση στη χαρά κι ας είναι λίγο.

Δεν ποθώ μόνο τον πόνο μου,γι' αυτό ελάτε φρικιαστικά μου
τέρατα,να βγω από το φως,στο σκοτάδι σας να μπω.
Να με μάθετε το ζωηρό χορό σας να γευτώ και μαζί σας
το πιο πικρό καημό να μοιραστώ.

Των φώτων σαν χαθείτε ρε παιδιά,να μην ξεχνάτε να 'ρχεστε
για λίγο στα κλεφτά,γιατί βαθιά μου ανάγκη είναι η δική σας συντροφιά.

Με παρδαλές φωνές και χάχανα,μ' απροσεξιες και ζαβολιές
θέλω να ζω τις ώρες,δίχως κανονισμούς σε πρέπει και γιατί.

Μόνο μαζί σας νιώθω λεύτερος!

Θέλω να πετάω μαζί σας καλικούτσα μ' άσπρες χήνες
και ν' ακολουθώ το ασυνάρτητο σινάφι σας όπου κι αν γυρνάει.

Μην με κοιτάτε με μισόκλειστα τα μάτια,μόνο με ορθάνοιχτα σας
θέλω,με μοχθηρία στο κοίταγμα σας!

Ελάτε το βαρύ το σώμα μου να υψώσετε βαθιά,
έστω κι αν μία μου μένει μόνο μία,
τελευταία φορά...

Δύναμη

Το μόνο που ωθεί αυτή την ώρα
το μολύβι μου,ειν' το καρδιοχτύπι το δικό σου
στην δική μου καρδιά μέσα.

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Το κουτάκι το λευκό της πούδρας σου

Ένα τόσο δα μικρό κουτί
μ' επάνω τ' αποτυπώματα
του καλοκαιριού σου.

Ένα τόσο δα μικρό κουτί
με τόσο την χρήση την δική σου
να κρατά στην επιφάνεια του.

Επάνω του ζωγραφιστά τα δαχτυλικά
σου αποτυπώματα,να μοιάζουν σαν
τους λαβύρινθους τους πιο πολύπλοκους.

Το μικρό αυτό κουτάκι σου μένει
μαζί μου μέρες τώρα,ούτε το πετώ μα
ούτε να τ' αλλάξω θέση προσπάθησα ποτέ,
γιατί στο μέρος αυτό εσύ το βόλεψες.

Να μένει εδώ,ν' ανοίγει γυρισμούς.

Άρα...

Μόνο αν δεις απ' τα δικά μου μάτια μέσα
και νιώσεις απ' τη δική μου την καρδιά.
Μόνο τότε θα το μάθεις το πόσο πολύ σ' αγάπησα.
Άρα...

Μικρό και άτιτλο

Δεν έχω άλλη αντοχή
να δείχνω πως αντέχω.

Ίσως

Ίσως τις επόμενες μέρες η φωνή να γίνει πιο δυνατή
και να φτάσει ως τις πύλες σου μπροστά.Να τις ανοίξει.

Ίσως ο θυμός να γίνει κολακεία,σ' όλα αυτά που χάρισες
και τώρα λείπουν απ' την ακλόνητη ζωή.

Ίσως μια μέρα ν' ανοίξεις τα ξεχασμένα σου
και να με βρεις κάπου εκεί μέσα,όπως στ' αλήθεια είμαι.

Ίσως μια μέρα απ' τις ερχόμενες να έρθεις,να με βγάλεις
απ' το κλειστό κουτί μου,να με βολτάρεις στο θεό.

Ίσως κάποτε να επιστρέψεις από τα άλλα σου γεμάτη
και να δεις είμαι εγώ πια άδειος,να μου δώσεις να γεμίσω.

Ίσως μια απ' αυτές τις μέρες σταθώ μπροστά σου δυνατός,
μα καταρρεύσω πίσω ακριβώς από την πόρτα σου.

Ίσως μια μέρα έρθεις ξεκούραστη να δεις πως
είμαι ακόμα χάμω και μου προσφέρεις σηκωμό.

Ίσως μια μέρα να τα δεις τα ''σ΄αγαπώ'' μου αληθινά.

Ο δρόμος της απομάκρυνσης

Έχω τραβήξει ένα δρόμο,
που κάθε μέρα πιο μακριά σου μ' οδηγεί.
Και όμως συνεχίζω.
Μόνος και κρύος στον δρόμο της απομάκρυνσης.

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Νανούρισμα

Ύπν' εσένα περιμένει,με ζαχαρένια λόγια.
Σε παπλώματα ζεστά να το κουρνιάσεις.
Γλυκοτραγουδάκι να στάξει απ' το στόμα,
να πέσει σιγανά στο μαξιλάρι επάνω και
με ψιθύρους αχνιστούς τ' αυτάκι του να γιομίσεις.
Στην κούνια του ζωγραφιστού μας να καθίσεις λιγουλάκι,
να του κάνεις συντροφιά μεσ' το όνειρο γλυκιά.
Ύπνε γαλήνιε τρυφερέ,τα βλεφαράκια του έλα
ν' ασημώνεις,ως την άκρη της αυγής
μόνο μελένια όνειρα να ειδεί,να χορταίνει αγκαλιά.
Με τη στοργή το παιδί μας στόλισε,με μετάξια να το ντύσεις.
Έλα ύπνε γλυκά γλυκά να το κοιμίσεις,σε μπαμπακένιο
όνειρο επάνω όλη την νύχτα γελαστό να τ' ακουμπήσεις.

Τραμπάλα

Θα χαμηλώνω εγώ,να εξυψώνω εσένα.
Να χαμηλώνεις και εσύ,να εξυψώνεις και εμένα.

Κι ας μην ισορροπήσουμε ποτέ,γιατί το τέλος
θα σημαίνει η ισορροπία του παιχνιδιού.

Θα χαμηλώνεις εσύ να μ' εξυψώνεις.
Θα χαμηλώνω εγώ να σ' εξυψώνω.

Τραμπάλα ειν' το μαζί...

Το κλειδάκι

Στριφογυρνάει μονάχο μεσ' τη τσέπη
και ήχους τραγουδάει μεταλλικούς.
Σιδερένιο μικρό μου φιλαράκι,μ' ανοίγεις
πόρτες συνέχεια του φευγιού.
Σε ψάχνω πάντα πριν να φύγω απ' το σπίτι βιαστικά,
να έχω τρόπο να επιστρέψω μεσ' τη νύχτα στα κλεφτά.
Σιδερένιο μου κλειδάκι μ' ανοίγεις πόρτες στο βορρά,
μα σ' έχω πάντοτε μαζί μου να γυρνώ στη σιγουριά.
Της κλειδαριάς μου ταιριαστό αποκλειστικά,
με τα άλλα μαζί στην αρμαθιά μου κουβεντιάζεις στριμωχτά.
Σαν φτάσ' η ώρα να επιστρέψω,των χεριών μου γίνεσαι συνέχεια
και αν σε χάσω εγώ ποτέ,η επιστροφή μου μοιάζει να'ναι ολέθρια.

Περίπατος στο Ναύπλιο

Το δρομάκι να χάνεται μπροστά στο βλέμμα με τον ίσκιο.
Και η θάλασσα μέσα βαθιά,να σε κρατώ και να με βρίσκω.
Το κύμα στολίζει κρυφά της αγάπης τα πάθη
και ο χρόνος πηγαίνει αργά σαν παιδί μεσ' τα λάθη.
Το τραγούδι να λέω σιγά από τα χείλη δοσμένο,
σε κοιτώ να με βλέπεις άλλη μια φορά,με το γέλιο στο στόμα.
Τότε εδώ,εσένα κρατώ.
Πάντα στα στήθια σου μέσα θα μικραίνω εγώ.
Οι στροφές μας κινούν τυχαία και πάμε τυφλά,
είναι οι ευκαιρίες που νιώθω κι αυτή τη φορά.
Κάθε ώρα σε ψάχνω εκεί,όπου ο βράχος την θάλασσα
μαγνητίζει και την διώχνει ξανά.
Το δρομάκι μας πάει τη βόλτα τριγύρω απ' το κέντρο
και ρόδες συνέχεια διαγράφουμε απ' την αρχή ως το τέλος.
Στο χέρι σου μέσα σφιχτά το δικό μου βολεύεις και
έχεις όρεξη ν' αλλάξεις τα πάντα,μα σωπαίνεις.
Το φως χαζεύω και κυλώ ξανά κοντά σου να βρεθώ.


Μεξικάνα

Κόκκινο πυρωμένο φόρεμα φορείς.

Τα χείλη σου στενό πέρασμα ανάσας και μιλιάς.

Τα σκούρα μαλλιά στους ώμους σου αράζουν,

που σαν ο άνεμος κάνει να φυσήξει,μεταμορφώνονται σε

δίχτυα μαγικά να πέφτουν οι άντρες με σειρά.

Άτιτλο

Πάντα τα χρόνια......η σκέψη...η αγάπη......πάντα...
ο χρόνος......η αγάπη...πάντα......τα χρόνια......πάντα,η αγάπη.

Απρόσμενα δεδομένο

Χλωμοφώτεινη φεγγίζει η όψη σου,
στο ελάχιστο μου σκουροτάβανο το δώμα.
Η αστέρινη παρουσία σου στο σύμπαν
μου γίνεται αισθητή,στο κάθε ψηλοκοίταγμά μου.
Όλες αυτές οι ήσυχες βόλτες μας στην πόλη
με τα χέρια μας δεσμό,μνήμες δροσερές
για την βαριά μου δίψα.
Ήσουν κέρασμα του πιο γλυκόγευστου ποτού
και η αίσθηση στα χείλη γιορτινή να σβήνει.
Το δεδομένο αν το δεχτείς στο πέρας της ζωής σου,
το ίδιο εγκαταλείπει παγερά.
Είναι κατάκτηση ο δεσμός πολύπονη.

Νυχτερινό

Πως να εισχωρήσω στα μάτια σου και να κερδίσω
άπνοια πια,μετά από τόσα λάθη που έχω
στην συνείδηση μου χρεωμένα;
Πως να βρω τα στέφανα της αγνής αγκάλης μου,
ξανά να στ' ακουμπήσω στα χρυσά μαλλιά σου;
Πως μόνος να ξεθάψω όλα εκείνα που θάψαμε
ολοζώντανα,καθώς στο μεγαλείο φτάσαμε μπροστά
φορώντας το ''εγώ'' μεσ' την ψυχή μας φορεσιά;
Πως να σκορπίσω πάλι ηλιαχτίδες στην κορμοστασιά
την μεταξένια σου ν' αντανακλούν στον
κόσμο μου το φως;
Πως να μοιράσω φιλόξενα χέρια στο κορμί;
Πως ξανά να ζήσω την αυγή,έχοντας
εσένα πρωταγαπήσει μεσ' τη δύση;

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Υπό την προστασία σου

Η μοιρασιά μας μένει άγονη αποστεωμένη προσφορά.
Κοιτάζω πιο πέρα απ' το τέλος και διακρίνω ομοιότητα
με την αρχή την δύσκολη και φρέσκια.
Μεγάλη ταραχή στα λιμνάζοντα νερά του αταίριαστου.
Φεύγω με βήμα γρήγορο απ' τη λογική.
Και χαιρετώ την πιο πολύπλοκη καθημερινότητα που
με εξύψωσε τρελό.
Ευτυχώς που μέσα μου με καίνε εκατομμύρια φωτιές.
Πως να μοιραστείς μ' ανθρώπους που έννοια μοναδική τους
είναι η εντύπωση του εγώ τους στον κάθε ξένο;
Αφύπνιση μου ο πόνος και το κυνήγι μιας
ολοκληρωμένης καληνύχτας.
Μακάρι ο χαμός σου να με πονάει κάθε μέρα στη ζωή,
να με γεμίζει πάθος,να πλάθω για σένα κόσμους
ποιητικού κάλους κι ενοχής.
Αέναος σπαραγμός.Αλλοτινός καιρός.Γαλήνης πέρασμα.
Από φωτεινά σημεία και διωκτικά ψυχοβλέμματα το
ταξίδι μου για έναν προορισμό συνεχούς φιλονικίας.
Ο χώρος της νόησης μου ασυνεχής,χωρίς ομοιογένεια
Ομαδικότητα μηδενική των δύο.
Οι γέφυρες νεόχτιστες γερές,διπλής κατεύθυνσης.
Πότε θα διαυγείς από την όχθη σου στην όχθη του μαζί;
Αφιλόξενη η πόλη σου δεν με χωρά στα μεγάλα γεγονότα.
Από δική σου επιλογή έμενα εκτός.Πάντα μ' άφηνες εκτός.
Χρηστικό ρόλο ποτέ δεν μου έδινες.
Σα να με προστάτευες από εχθρό που είχα μανία να νικήσω
κι έχασα υπό την προστασία σου.

Η ευχή μου

Χρόνια παιδικά μου ολόδικα μου
και της καθημερινότητας του τώρα,
μην μ' αφήσετε ποτέ μεσ' τα χρόνια
των ενήλικων και γερασμένων των ψυχών
να περπατήσω μέσα.

Για εκείνον

Μεσ' τα χέρια σου κρατάς ζωές δύο ανθρώπων.
Να την βοηθάς στ' αμίλητα της μέσα κι όταν
θα κάνει να σου φύγει,για την παραμονή της να παλεύεις.
Το λαμπερό της κοίταγμα ποτέ μην το λασπώσεις.
Εσένα τώρα επέλεξε να την σκεπάζεις μεσ' το το βράδυ.
Στον προορισμό της τον πιο γλυκό σαν θέλει εκεί να φτάνει,
εσύ καλέ μου να την ωθείς πάντα να σιμώνει αλώβητη.
Υγρή σταγόνα,πύρινη θαλασσινή στα μάτια της μην ρίξεις
γιατί εκεί μέσα κρύβεται ζωή περίσσια και γεμάτη.
Γιατρεμένη απ' τις πληγές της να έρθει να φανεί και τον
νέο πόνο της κάθε μέρα να φονεύεις για το δικό μου το χατήρι.
Είναι ταξιδιάρικο πουλί εκείνη και το κλουβί
γύρω της ποτέ μην κάνεις να το χτίσεις.
Κάτω από την στέγη που τώρα εσύ στεριώνεις και θεριεύεις,
γαληνεύει το φεγγάρι τις άγριες μόνες νύχτες
και ο ήλιος εκεί μέσα ξεπροβάλλει σαν αποκάλυψη σιγής.
Κάθε μέρα,όχι έξω απ' το σπίτι σου,μα πιο μέσα κι απ' το μέσα.

Της Ναταλίας

Το φως του ήλιου μου να το κρατάς για μένα.
Ποτέ να μην αφήσεις να συννεφιάζει συ
γιατί το φως μου λιγοστεύει.
Τυχερή να στέκεις πάντα όμορφη χρυσοσταλίδα.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Διαμέρισμα 13

Το τρένο άφησε ξωπίσω του τα υπερήφανα χλομά βουνά
και πλάι στην ύπαρξη σου σιμώνει να φανεί.
Τριγύρω μου απλάδα παγερή και στο βάθος φέγγει
πάνω στο ύψωμα ο προφήτης και ο σταυρός.
Κρυώνω μέσα μου και μέσα στο βαγόνι μου,
καθώς μετράω τους σφυγμούς να φτάσω να σε δω.
Μία κιθάρα στους λυγιστούς τους ώμους περασμένη
και εφτά οκτώ τραγούδια στη μιλιά να σιγοτραγουδιούνται.
Έφτασα για σένα.Κατέβηκα με τρέμουλο στη ράχη την υγρή,
με μετρημένα τα ''ξέρω'' μου,γυρεύω να σε βρω μεσ' τ' άγνωστα του τόπου.
Κοντοστάθηκα λιγάκι μουδιασμένος,μυρίζοντας τον αέρα π' αναπνέεις
τόσες μέρες τώρα,να δω τι σε κρατάει εδώ.Έτριψα τα χέρια.
Διαμέρισμα 13.Μόνο αυτό ήξερα και τίποτα παραπάνω.
Εκεί μένει το φιλί και η αγκαλιά ησυχάζει.Έρχομαι για σένα και για μένα.
Δεν με παίρνουνε τα πόδια και στο κουφάρι μου με κουβαλάει η ελπίδα μόνο.
Δεν έκανα πολλά,μα περπάτησα ως εδώ παράλυτος.Μετράει η αγάπη...
Χτύπησα την ξύλινη σκούρα πόρτα σου π' ανοίγει
κάθε μέρα μπρος στο πέρασμα σου.
Άνοιξες αμέσως κ' οι αισθήσεις πύρινη πηγή στο σώμα πάνω μου,με καίνε όλα.
Χωρίς κουβέντα,χωρίς τα τυπικά τα λόγια τα σωστά που λέγονται
τις ώρες της συνάντησης από πολύ καιρό μετά.
Πως καταφέρνεις και χτίζεις παραδείσους όπου στέκεσαι;
Γι' αυτό το ελάχιστο ήρθα.
Μόνος ήξερα θα γυρίσω απ' το ταξίδι μου.Μόνος,μα σε είδα.
Παντοτινά έκλεψα τον ήχο της ανάσας σου,να μην ζω βουβές τις νύχτες.
Δεν τ' αντέχω.

Παράλυση

Του σώματος μου τ' αποθέματα στερεύουν.
Και της ψυχής μου σιγοσβήνει η ζωντάνια.

Τα νεύρα παραλύουν μεσ' τη σάρκα μου ξανά.
και την αίσθηση μονάχα της ερήμωσης μου νιώθω.

Τίποτα πια να περιμένω σε σκοπό μηδενικό.
Τίποτα δεν έχω απέναντι μου για εμέ να καρτερά.

Το σκοτάδι απλά εισπνέω,παραμένω σιωπηλός.
Οι μέρες μου πλέον δεν γιορτάζουν,πάρα μόνο τον χαμό.

Και λύγισα...

Πολύ βαριά τα βλέφαρα μου αυτή την ώρα.
Μόνο η σιωπή ζεσταίνει τα σκεπάσματα μου.
Κάποτε είχες συντροφιά αυτές τις ώρες,μα
τώρα μόνη σου δωρίζεσαι στα έτη.
Πως η ύπαρξη μου γεννάει απ' τον δικό σου σπόρο;
Τρύπωσες μια νύχτα μέσα μου και από
τότε δεν ξεβολεύτηκες ποτέ.
Έβαλα το σύμπαν απέναντι για εχθρό
καθώς το σ' αγαπώ μου αντιστεκόμουν να σου πω.

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

Τελευταία μέρα.Μετά;Το χώρια.

Δύο φλιτζάνια στα δάχτυλα μας φορετά
και η Πατησίων πλημμύρα.

Ο όροφος μας στήριζε τα πόδια και ο δερμάτινος
ο καναπές ξεκούραζε τα ''όχι''.

Τα μάτια σου θλιβερά παγόβουνα,καθρέφτες πανικού.
Ποτέ σου δεν τα είδες έτσι εσύ τα μάτια σου.
Μ' άφησες μόνο να τα δω,να τα χαρώ.
Δεν κατάλαβες ποτέ τον μαρασμό ως πρόσφορο τους.

Πάλη αδιέξοδη όλα να σε κάνω καινούρια να τα δεις.

Το γευόμουν μέρες τώρα στη φωνή σου.

Το έβλεπα μέρες τώρα στο φιλί σου πάνω καρφιτσωμένο,
το φευγιό ξανά της δείλιας,το προικιό και ριζωμένο.

Τελευταία μέρα.

Μετά;

Το χώρια.

Τ' απομεινάρι

Το τελευταίο δικό σου πραγματάκι που μ' απέμεινε,
ειν' το φεγγάρι που' χω περασιά στα στήθια,
να χτυπά η καρδιά σου την δική μου.

Μικρή εξομολόγηση

Τον εαυτό μου αντικρίζω
αληθινό μονάχα μέσα,
στα δικά σου μόνο μάτια μέσα.

Ο Καραβοστάσης

Και όταν το σώμα αστραφτερό στεκόταν
και η ύπαιθρος γαλήνευε τα ρεύματα
ανέμων και νερών,
τότε οι δυο πρωταρχινίσαμε απ' τη φωλιά μας
να βρεθούμε στ' ανοιχτά ξανά.
Τα ρούχα αέρινα και λαμπερά κυμάτιζαν
επάνω στο κορμί το μυρωδάτο από τα βάσανα.
Η έλξη της επιστροφής αχαλίνωτη έξις για την
ψυχή την κουρασμένη απ' τα δεινά του
πολυδιάσπαρτου πολέμου.
Ξεκινούσαμε χωρίς θυμό και πείσμα,μονάχα
μ' ένα ''π'' για τ' αρχικό το γράμμα αυτού του ''μόνο''.
Διόδια στο δρόμο μας ήταν τα φιλιά μας
και οι παραλίες ξεκουράζονταν δεξιά,καθώς εμείς
από τα φώτα ελκόμασταν τα βράδια.
Ο ακούραστος άνεμος γλυκοφιλούσε τα χαμόγελα μας,
που τότε ακόμα μας περίσσευαν.
Ο ήλιος πύρινη σφαίρα χανόταν μέσα στα ξερά,
τα λιθόστρωτα βουνά,που πεινασμένα κάθε σούρουπο
τον κατάπιναν για να δαμάσουν δαύτα τις ανάγκες τους.
Είκοσι λεπτά ποδοβολητό κάθε φορά περίπου.
Αέρας πελαγίσιος και φιλί ολάλμυρο απ' το
σφραγισμένο στόμα σου.
Πονούσες και δεν το έδειχνες ποτέ και τον κόσμο σου
ξέρεις να τον ντύνεις μασκαρά,να πλέκει τις χαρές
συνέχεια προς χάριν των ανθρώπων σου.
Φτάναμε πάντα μετά από είκοσι λεπτά...
Του ανήφορου το ήσυχο λαχάνιασμα,τα φώτα σου
πάντα το αντάμοιβαν,τα φώτα σου μικρό μου αγκυροβόλι.
Πόσο όμορφα και τα δικά μας τα καράβια αγκάλιαζες
και ξαπόσταιναν από τις τόσες πολλές φουρτούνες τους για λίγο;
Πάντα μετά από είκοσι λεπτά...