Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

Αντέχεις;

Άνοιξα το συρτάρι,γέμισα αναμνήσεις ζωντανές
και λιγοστά τα χρήματα.Φωτογραφίες ανθρωποφόρετες
να γυροφέρνουν συνταγές καλής αγάπης.
Ένα ρολόι σπασμένο,ένα μικρό κουμπί
σαν άνοιξα τη μέρα εκείνη το συρτάρι.
Δεν έχω πολλά να πω,δεν έχω να δώσω τόσα.
Επανάληψη μισοζωής.
Φτάνω σε λίγο,απλώνοντας το χέρι μου να πιάσω τη σκιά σου.
Μόλις λίγα βήματα πιο πίσω σου είμαι.
Η όψη σου ολόδικη μου τιμωρία.
Έχω ακόμα ζωή;Έχω ακόμα.Για σένα ακόμα κρατιέμαι.
Να έχω να σου δίνω.
Μην φεύγεις.Ακόμα.
Αντέχεις;
Δεν περιμένω.

Άτιτλο

Σου βρήκα ξανά τις προσευχές
στη ζωή σου να έχεις και λίγο πια να
μην σιωπάς στις πιο κρυφές σου ώρες.
Έφτασα και πάλι ως εσένα
και κοίτα τώρα τη μεριά μου να φανείς.
Έφτασα αργά πάλι ως εσένα;

Άτιτλο

Νύχτα εσύ μόνο με αγάπησες και μου έδειξες
τη ζωή να συμβαίνει σαν σε πορεία τύχης
μιας διάσπαρτης κι' αόριστης χαράς.
Πτώση και κρούση δυνατή,σφοδρή.
Πάω για ύπνο ανήμπορη,πάντα.

Ξύπνημα

Πολύ νωρίς σηκώθηκα,με τον ήχο σαν από την Αφρική
να συναντά την ακοή μου την αχνή.
Άνοιξα τα μάτια αμόλυντα και ίσως χασμουρήθηκα.
Έσπρωξα με τα μισά μου χέρια το σχεδόν άψυχο σώμα
να σταθεί όρθιο και δυνατό να δείξει στους εχθρούς.
Να νιώσω την χαρά της συμμετοχής.Την ένιωσα σήμερα.
Συμμετοχή στα πλήθη αγνώστων μέσα.
Να γίνω κουκίδα στ'ανοιχτά.
Που είσαι και γι' ακόμη μια φορά
σαν στάχυ ξεδιπλώνω την ψυχή;
Θερισμός.

Στον ύπνο

Οι ανάσες βαριές,κλασσικές μελωδίες.
Που και που αρρύθμιστες κι' αστείες.
Το μολύβι θορυβώδες
τούτη την ώρα την αργή.
Κλειστά τα βλέφαρα και η ψυχή
σαν το θερινό,το παλιό το σινεμά.
Ερημικά ας ειν' τα μάτια.
Ακούω μόνο σήμερα.
Φεγγίζω σήμερα τα πρόσωπα σας.
Ύπνος ποθητός σας σήκωσε στο πέλαο!

Τόσο δα...

Τι γλυκιά στεκόσουν και με κοίταζες
χαμένη όλα τα μεσημέρια!
Πόσο όμορφα όλα τα "όχι" εσύ τα είπες!
Δευτερόλεπτα γεμάτα έτη και ψυχές.
Με τίναζε,με άρπαζε.
Και να ήσουν εδώ να τα έβλεπες
πως με κατάπιναν!Ευτυχώς!
Ελπίζω να το δεις...
Ελπίζω.

Τίποτα δεν ξέρεις!

Βαθιά,εκεί που δεν φτάνει
ούτε η ίδια η ασχήμια η δικιά μου.
Εκεί που η εχθρότητα του κόσμου
δεν κοπιάζει.
Μέσα μου τόσο μητρικά κι' ανθρώπινα
εκεί μέσα σε κρατώ.
Σώπα.Πάψε!Ποτέ.
Ανάσα εδώ να γεννάς.
Ζω για το χατήρι σου.
Ζω γιατί ποτέ σου δεν θα καταλάβεις,
κι ας λες εσύ πως ξέρεις.
Τίποτα δεν ξέρεις!

Θλίψης

Μια νύχτα από χιλιοδωσμένη θλίψη.
Θα υφαίνω φυλαχτά να
έχεις να φοράς αστέρινη.
Μια νύχτα από χιλιοδωσμένη θλίψη.

Μια ανάμνηση πικρολουσμένη νιότη.
Θα πλέεις στα όνειρα του κόσμου.
Να σου χαρίζω τ'ομορφότερο σου.
Μια ανάμνηση πικρολουσμένη νιότη.

Μίλα να σ'ακούω

Το σκοτάδι εγώ φοβάμαι,ημιτελές ''γιατί".
Πως τώρα πια δεν έρχεσαι σπίτι;
Μένω στο κρεβάτι,κάτω απ'το σκέπασμα.
Τον ατελείωτο χρόνο που λίγος μόνο μου μένει.
Δεν φοβάμαι τ'ανοιχτά,τα κλειστά είναι που φοβάμαι.
Τα σύνορα του μυαλού των ανθρώπων.
Λίγο πιο πίσω.
Μοναξιάς φαντάσματα και τέρατα.
Δεν την αντέχω τη σιωπή,μίλα να σ'ακούω.

Ξένο

Το είδωλο σκοτεινό χαράζεται.
Μένω ξερό χορτάρι.
Το πλήθος σας κοιτάζω.
Στο μυαλό η μόνη πίκρα.
Όχι γιατί το θέλησα.
Μόνο για λίγο.
Τα πάντα.

Θύλακες των χρόνων

Λιγοστό το φως να χαϊδεύει το χαρτί.
Από κάτω η μουσική και οι φωνές σας,
δροσερές σαν άνεμος βουνού με ρέουν.
Οριζόντια προβολή της σκέψης μου.Μεσάνυχτα.
Έξω οι περήφανες κορφές μας ορίζουν.
Τα πράσινα σωπαίνουν στη σκιά των χορευτών των αστρικών.
Να έβγαινα έξω τώρα να φωνάξω τ' όνομα σου
και μέσα στις χαράδρες να το ηχεί σαν προσευχή
ο καημός που θα κρύβει κάθε συλλαβή.
Να καούμε δύο φωνές.
Αυτή η σκάλα μας οδηγεί σ' επίπεδα του χρόνου.
Πιο βαθιά,καθώς εσύ πάντα τους όριζες τους πόλους.
Ο2.
Έχω ακόμα στους θύλακες των χρόνων.
Ο2.
Δεν υπάρχει τίποτα φτωχό,τίποτα άλλο.
Εσένα χαζεύω τη νύχτα τούτη,την μακρινή σου νύχτα.

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

Ναι σε όλα

Όταν δεν θα έχω αντοχή,να με ωθείς θα είσαι δίπλα μου;
Στα πιο δύσκολα μου μέσα,να με υψώνεις θα είσαι εδώ;
Όταν δεν θα βρίσκω διαδρομή,θα γίνεις για μένα διαφυγή;
Όταν θα περιπλανιέμαι μόνος στο σκοτάδι,θα είσαι εσύ το φως;
Στην πιο απόλυτη ισοπέδωση μου,θα με κρατάς σφιχτά απ'το χέρι;
Στα πιο βαριά μου βάσανα,θα είσαι εδώ για μένα;
Σε καιρούς αδιάβατους,θα με κάνεις να πετάω μακριά;
Όταν όλα θα μοιάζουν τέλος,θα μου χτίσεις εσύ την αρχή;
Στον πόνο τον πιο βαθύ,στον ατελείωτο χαμό μου,
στα δεινά και στη δυστυχία μου,στην κραυγή μου την αόριστη,
στο πένθος μου,στη πιο μεγάλη θλίψη,στην κατάπτωση.
Θα σταθείς μαζί μου εδώ ή θα χαθείς και συ;

Όταν όλα θα με πνίγουν,θα είσαι εδώ να με κρατήσεις όρθιο;
Όταν οι φόβοι θα με πλακώνουν,θα με κάνεις εσύ ατρόμητο;
Μέσα στην τεράστια ταραχή μου,θα με γαληνεύεις;
Στο πνιχτό μου "έλεος",θα γίνεις εσύ η φωνή μου;
Στις πιο πικρές στιγμές μου,θα είσαι συ εδώ να με ανεβάζεις;
Όταν δεν θα έχω που να πάω,θα γίνεις εσύ το σπίτι μου;
Όταν μακριά σου εδώ θα σβήνω,θα προσεύχεσαι για μένα;
Όταν όλα θα γίνουν αφόρητα,θα αναπνέεις εσύ για μένα;
Όταν θα πεθαίνω κάπου εδώ μόνος,θα με ζεις;
Στον αβάσταχτο πανικό μου,θα γίνεις λύτρωση μου;
Στην απουσία μου,θα γίνεις παρουσία ή θα φύγεις και συ;
Στη σπαρακτική μου φρίκη,στο θάνατο μου,στην απελπισία.
Θα μείνεις ή θα φύγεις και συ;

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

Επισκιαστική.Τρομακτική.Αδιάφανη.
Δεν με ξεχνά ποτέ,ακόμα και μέσα στη πιότερη χαρά μου.
Είναι πάντα ακουμπηστή στον ώμο τον δικό μου.
Με αγγίζει μεσ'τα σκοτεινά με πονεμένο χάδι.
Δεν μ' αφήνει να στεριώσω λιγοστά έστω λίγο και κλεφτά.
Μ'αγκαλιάζει και φλερτάρει με πικρογέννητα φιλιά.
Δεν μ' αγγίζει για κακό κι ούτε απ' την άλλη τη μεριά.
Δεν φεύγω.Ούτε να δικαιούμαι να ομορφαίνω δεν μ' αφήνει.
Τυραννική.Αλύγιστη.Ανίκητη.
Αιώνια αυτή.

Λούνα παρκ

Οι φωνές οι παιδικές και τα λαμπιόνια αστράφτουν διαμαντένια.
Τα γέλια μεσ'τα μάτια μας και οι καρδιές φευγάτες ήταν πάντα.
Απάνω στη ρόδα την χρυσή γυρνούν μαζί τα όνειρα πιασμένα χέρι χέρι.
Τα αμαξάκια στη σειρά να καρτερούν τα γκάζια.
Στο βάθος το ατμόπλοιο,φορτώνει ραβασάκια για τους μακρινούς χειμώνες μας.
Και εγώ και συ με σπίθα άγρια και καυτή να σιγοκαίει στα στήθη.
Ρέει το μέλι άφθονο πάνω στα παγωμένα,το χάχανο και οι ψίθυροι πάντα εδώ γιορτάζουν.
Τα ρομπότ κι οι σιδερένιοι άγγελοι όλους μας συλλογιούνται,
μας ανεβάζουν στα ψηλά και μεσ'τη γη καρδιοχτυπούμε ερωτευμένοι πάλι.
Σε κοίταξα κατάματα βαθιά εκεί που υπάρχεις πάντα,και μ' ένα βλέμμα από θάλασσα
σε γέμισα αστέρινη ροδανθινά φεγγάρια.
Αλλάζουνε τα φυλαχτά και η ψυχή σου τρέμει,μα σε κρατώ απ' το χέρι μεσ'τις μέρες.
Δεν σ'αφήνω.Μην φοβάσαι.
Μακάρι αυτός ο κόσμος σου να υγιαίνει τον δικό μου.Και ο δικός μου πάντα ο βροχερός να
ξεπλένει τους καημούς μας στα νερά και να μένει ξεχασμένος στη δουλειά.
Παντού κυλούν οι μουσικές και τα φτερά μας ειν' ολόχρυσα από τον έρωτα αγγιγμένα.
Τα παιδιά να τρέχουνε παντού στα μαγεμένα κι εγώ εδώ,δίπλα,παραστέκομαι να σε κοιτώ
να χαμογελάς παραμυθένια.
Αχ!Τι όμορφη που είσαι αστέρινη!
Στα μάτια τα δικά σου οι πόνοι μου αρνούνται μα τώρα παραμάσχαλα τους κουβαλάω στην δύσκολη πνοή τη βίαιη τη δική μου.
Και κοίταξα τα σύννεφα,τα άστρα,τα πουλιά.
Και κοίταξα εσένα,τα παιχνίδια,τα παιδιά.
Και κοίταξα τους φόβους μου,τη μοναξιά,τη θλίψη.
Το δικό μου το χαμόγελο για σένα το φυλάω να ξέρεις.Καθόμασταν ακριβώς εκεί,επάνω στ'αλογάκι μας,στο κουρδιστό το καρουσέλ της χιλιοειπωμένης προσευχής και λιγογέλασα σε σένα.Το χέρι μου έβαλα αργά πάνω στο δικό σου,με κοίταξες ξαφνιασμένη στα κλεφτά και γύρισες πάλι μεσ'το φως το βλέμμα σου.
Και την ώρα που αισθάνθηκα έτοιμος τη ψυχή μου να ομολογήσω,δεν με κοίταζες την απόκρυφη εκεινή μονάκριβη δική μου ώρα.Κρυφά όμως στο σιγοψιθύρισα μέσα στις φωνές...
''Σ' αγαπάω ανεξάντλητα...''
Μ' άκουσες.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

Άπιαστη

Σαν τ' αστραφτερό τ' αγριοκέρασο στο πιο απόμακρο κλαδί
που καρτερώ το σκοτεινό να λάμψει να δροσίσει.
Σαν τ' αγαπημένο το πιο πολύ,τραγούδι ραδιοφώνου
που στ' άκουσμα του σαγηνεύουν οι πιο τρισδιάστατες φωνές.
Σαν τη μελωδική μου εξομολόγηση στ' όνειρο μέσα του πιο ξένου
και σαν υψώνω τη φωνή με νοσταλγούν οι φυλακές κακές παλιές μου
Σαν μπαλόνι παιδικό και πιστευτό συνάμα
που σαν το γλυκαθώ και το χέρι ξαν'απλώσω μου το φυσά και φεύγει.
Σαν υπέροχο χρώμα δυνατό ηλιογέννητο δοσμένο
μα μέσα σ' ένα πίνακα αυτό κοιτά κλεισμένο και αφώναχτο ξεμένει.
Σαν άγριο ξωτικό με γέλιο φωναχτό,με κορδέλα και κουδούνια
που σαν σε πιάσουνε τα φώτα άσπλαχνα σ' εξορίζουν.
Σαν το πι' όμορφο χαμόγελο που το κοιτάς να το χαρείς
κλάμα το σκορπά φτιάχνοντας σκάρτα το φινάλε,εσένα για να δεις.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Άτιτλο

Τρέχουνε σα ρόδες ποδηλάτων παιδικές και με ξυπνάς αιώνια.
Με μια ρόδινη σιωπή σαν με κοιτάς στο βάθος.
Μέσα στο σπίτι σου γοργά μ' άνοιξες εμέ ξανά τον σφραγισμένο.
Από καιρό το πίστευα πως στέρευα στο πλήθος.
Τρέχουνε εδώ και κει οι αέρηδες,τα γέλια μου γιορτάζουν πάλι.
Εσύ μονάχα το έκανες να σκορπίσεις τη σιωπή μου.
Γεύτηκα την τρέλα σου μικρή μου οφθαλμαπάτη ξακουστή.
Και ζω μία φορά νέα τον εαυτό μου στα παλιά σαν εχάθει.
Μετά τόσα τα κακά σαν ολοκαίνουριος νιώθω μεσ'το μέλλον.
Τώρα η γητειά η δική σου πυρκαγιά,πύρινη και σβήνω.
Δεν έχω λάθη εγώ πολλά στα κρυφοκλεφτά να ζήσω
και μαζί στα νιόστρωτα τα φεγγαρόλουστα τα βράδια
ανοίγω τώρα τις ευχές στα γόνατα να μείνω.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

Μόνο

Σήμερα,τις μελλοντικές ώρες σήμερα και μόνο.
Εσένα μόνο θα έχω κατά νου μου μόνο και μόνο σήμερα.
Εσένα μόνο ιέρεια και μόνο όλη την ώρα.
Δεν έχω λόγια σήμερα,μόνο σιωπή για σήμερα και μόνο.
Εσένα μόνο αθέατη,μόνο πια μόνο σήμερα.
Έχω για σένα σήμερα,μόνο μα μόνο για σήμερα και μόνο.

Σούρουπο

Αγαπημένη μου ώρα εσπερινή μου φανερώνεις μαγικά.
Ζω τα πρωινά,να έρθω ξανά να στυλωθώ κοντά σου
που το ψυχρό ημίφως σου με τη δική μου ανάσα πλημμυρίζεις.
Αχ!Λατρευτή μου ώρα εσπερινή ποια θεότητα σ' ορίζει;
Σε κάθε συνάντηση μας κάνεις γαλήνια θάλασσα τη λυγιστή ψυχή μου.
Πιο ψηλά στο ιαματικό σου φως,ώρα ελάχιστη κι απέραντη μαβιά.
Ζηλευτή είσαι για την μέρα και τον ήλιο και από το φως και την παράσταση
με πλέεις στο παρασκήνιο.
Ώρα γαληνευτή μου υπέργεια δαμάζεις τ'άσχημά μου
και μια εισπνοή απ' το μεγαλείο σου τη λήθη μου αληθεύει.
Να περιμένω μια ζωή στα πρωτόλευκα κι αβίαστα σ' αγαπώ σου.
Αυτές οι ώρες οι αστέρητες του βασιλείου της μοναξιάς μου
αυτές και μόνο αυτές,να γράφω για σένα τούτη την στιγμή.
Εκείνες μόνο με κινούν.

Άτιτλο

Απ άνου σ' ένα μικρολούλουδο σε βρήκα να κυλάς
ψιλή δροσοσταλίδα μου και της ψυχής μου δάκρυ.
Απάλευτος ο πόνος,της μοναξιάς καθρέπτης μου είναι
με ρίχνεις τόσο απρόσμενα σε φυλακής παιχνίδι.
Με μια φωτιά αδιόρθωτη τα καίω και τα σβήνω
όλα όσα έχω στη κραυγή,τόσα κι άλλα τόσα.
Που λύνω να μη φτάνω τη δίψα της λαλιάς σου.
Τ' ακούσματα τ' αλόγιστα δικά σου στων κυμάτων μου τη μέθη μέσα.
Τρέλα της καρδιάς μου εσύ δική μου ολοδική μου τρέλα,
λιώνω τόσο πολύ και πιο πολύ ηδονικά
μεσ'το γλυκό τ' αθάνατο το λατρευτό σου ψέμα.

Ο Σαλίγκαρος

Κινείς παντού το σπίτι σου ελάχιστο μου ψιχουλάκι
κι όπου ταξιδέψεις τ' όνειρο κι η πλάτη σου σπιτάκι.

Στο δρόμο αυτής της ζούγκλας σου αφήνεις τα σημάδια
ξεροσταλιάζεις όμως τ' άμοιρο τα καψερά τα βράδια.

Κινείς μαζί τ' ολόστρωτο κι ονειρευτό κρεβάτι σου
κι απορώ πραγματικά να μπω στο καλυβάκι σου.

Μακάρι τα δικά σου τα ταξίδια μέσα στο κήπο μας να ζούμε
κι αλίμονο σε σε που τραγουδάς σε μας μπορούμε!

Τόσο αργό το βήμα σου ακίνητο μου μοιάζεις
και το συρτό το σωματάκι σου στο άπειρο το στάζεις.

Διώχνεις φρικιά απ' το δρόμο σου γλυτώνεις καταστάσεις
και το μικρό το σπίτι σου απ' τη πλάτη δε τ' αλλάζεις.

Φτωχός πια κάθομαι κοιτώ το βήμα το δικό σου
και ονειρεύομαι ζωή πικρή σα το σταυρό σου.
Αγάπη,
δεν ξέρω αν με λόγια μπορώ να σε ξυπνήσω.
Τις φωνές μου δεν ξέρω αν τις ακούς.
Στο πέλαγος,στο σούρουπο,στη μυρωδιά της βροχής,στα σύννεφα σε είδα.

Άτιτλο

Σε διάφανο ψίθυρο ερωτευμένου ανθρώπου μέσα ζεις "σ' αγαπώ".
Ήρεμη θάλασσα π' αντανακλά χαμόγελο μικρού παιδιού
καθώς με παραμύθια μαγεμέν' αποκοιμιέται.
Στην πιο κρυφή αγκαλιά παίρνω πνοή και ζω τα όνειρα στο ξύπνιο βλέμμα μου
καθώς τα μάτια σου αντικρίζω.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Για σένα

Είναι γαλάζια έξω,τρομάζω τις αυγές.
Φωνάζω στα πουλιά την ώρα να ξυπνούν.
Πως να τρανέψω σήμερα
αφού το φως δεν συλλογιέμαι;
Γλυκά με αγαλλιάζω ο ύπνος και
τρέμω να σταθώ.
Η μέρα πολυτάραχη απέναντι μου με χτυπά
και τρεμοπαίζουν οι αχτίδες απ' τα σίδερα μπροστά.
Τα μάτια μου απλάνευτα για ώρες δίχως χρόνο.
Και μια σκέψη συνταράσσει για πάντα το βαθύ εγώ μου.

Μεγάλη Άρκτος

Επτά,ειν'οι πόνοι αυτοί που γαληνεύονται ορθά.
Επτά,τ' ορίζοντα σημεία,π' ορίζουν τις χαράξεις.
Τα μάτια μου ανήμερα θεριά,ορκίζουν τα ολόφωτα δεσμά μου.
Επτά,να συνορεύουν το απέραντο και συ τελειωμός επίμονος.
Με πείσμα συντάσσετ'η λαλιά σου χωμένη στα κρυφά μας.
Χάρισμα πολύτιμο οι πόνοι,αφιερωμένη.
Κινείς ασπίδες αστρικές στη μάχη τη στερνή μου.
Που βρήκες την ψυχή τ' αστέρια να δαμάσεις;
Πρωτοχορευτές τα όρισες του δακρύπνιχτου οργής χορού μας.
Εσύ κυρίεψες θεούς.
Πριν,έκανες δικούς μου τους επτά σου γιους,αφιερωμένη.
Το ζωτικό το ίδιο κύμα μου με πνίγει στην βροχερή ακτή του χρόνου
κι από πάνω μου στάζει τους καημούς η χλωμή η ίδια η ασημόσκονη βροχή.
Αφού σε σένα στέλνω τη χαρά,ας με πονά εμέ το κρίμα.

3:27

Ήρθα κι' αυτή τη νύχτα να σε βρω,στο σήμερα δεν είσαι.
Με ένα ψυχρό φως μέσα στη ψυχή μου να μου λέει "όχι".
Μα το ξέρεις,πως ποτέ δεν το θέλησα να σε πονέσω.
3:27 και μου γράφεις ''Σ' αγαπώ βαθιά όπως και συ...''
κι' ανατριχιάζω μεσ'τα μέρη των ψυχών μου.Νεκρώνω.
Δεν είχες μέρες να μου πεις.Δεν μίλαγες.
Και αυτό το μήνυμα στην οθόνη,
κι'ο αριθμός σου να φεγγίζει το σκοτάδι μου.
Και ξάφνιασμα με έκφραση στο πρόσωπο.Πως;
Πως τόσο καιρό εχάθεις με τις μέρες μου σαν δώρα;
Και καθόλου δεν κελάηδησες.Τόσο πολύ καιρό.
3:27 και με θυμάσαι πριν τα μάτια σου κλειδώσουν.
Σου γράφω λόγια γιατί δεν έχω πια πράξεις να σου δώσω.
3:27 και τα μάτια και γω κλείνω.Πριν να βυθιστώ και πάλι.
Δεν έχω πια αντοχή,να κάνω για σένα το φεγγάρι.

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2008

Κυριακή

Αερικό!Που τα'χες ολ'αυτά τόσο καλά κρυμμένα;Ανεκπλήρωτη ευχή είσαι,που ήρθες και μου ράγισες στα απόμακρα τα ουράνια.Σαν από Ανάσταση.
Και που να βρω κουράγιο να σε πιάσω και τα κομμάτια σου να εμπλουτίσω;
Τόσο κοντά και την ίδια ώρα άπιαστη φαντάζεις.Μικροδείχνεις.
Δεν την έχω την απαιτούμενη φωνή ν' ακούσεις να σου πω όλα τα τόσα παράπονα μου.
Και οι ώρες μου μικρές ανθρώπινες,γεμάτες από πίκρες ανυπέρβλητες.
Τόσο μεγάλα βάσανα στραγγαλίζουν τη χαρά μου τούτη δα την ώρα.
Κυριακές ανεπιθύμητες,τρομακτικές,από φαντάσματα χτιστές.Τ'απογεύματα...
Έτσι είναι πια τα λεπτά του χρόνου την ώρα της ηλιακής ταφής.Που άραγε αυτή την ώρα να σε βρίσκω τώρα;Που να πενθέις τα νιόφωτα;
Αχ!Πόσο δύσκολη φαντάζει η συνέχεια σου;Τα λόγια μου στέρεψαν τη βοή που σώπαινες στα
περασμένα χρόνια.Όλα αυτά τα χρόνια.
Ξαφνικά!

Της γης

Σκορπάμε τους καρπούς σου,κάθε απλή σου μέρα
γιατί δεν έχουμε στο νου μας,εσένα ως μητέρα.
Δωρίζεις απλόχερα ζωή,σε κάθε ένοικο σου
κι' αυτός με απόλυτη σειρά,χαράζει το προικιό σου.
Η πνοή σου δηλητήριο,φαρμακώνει τις ψυχές
ο άνθρωπος εις βάρος σου,δεν σταματά κλοπές.
Και έκλαψα και πόνεσα,για σένα πικρομάνα
που'χεις φυλαγμένα δάκρυα,παιδιών,για κάθε μάνα.
Κι'η ξαστεριά αργεί να έβρει,τον αδιάβατο τον δρόμο
μα δύσκολα σαλεύει κι η ζωή,μετ'άπο τέτοιο φόνο.

Σκανταλιές

Κάτω,χαμηλά στα έγκατα της γης εργάζονται αιώνια.
Της γης το δέντρο ροκανίζουν,το πονεμένο δέντρο τρώνε
και τραγουδάνε σιγανά,με χείλη ξεραμένα.
Και μια φορά το χρόνο στον αφρό σαν βγαίνουν βιαστικά
μοιράζουν σκανταλιές σ' όλη την πλάση τρυφερά.
Στον κόσμο τον αγέλαστο γέλια στο στόμα ζωγραφίζουν
με πονηριά ατελείωτη σκορπούν αστροφεγγιά,ζαλίζουν.
Φωνές σφεντόνες ειν' η προίκα τους καπέλα στα μαλλιά τους.
Και σαν τον κόσμο τούτο τ' άσχημο για μια στιγμή σαλέψουν.
Ξάφνου με μια κίνηση,των φώτων φτερουγίζουν
πηγαίνουν πάλι μεσ'τα έγκατα,ξανά για ν'αρχινίσουν.

Κομμάτι

Λείπεις από την ύπαρξη μου.
Είσαι το κομμάτι αυτό που λείπει απ'το πάντα.
Γεννήθηκα λειψός να ψάχνω το χαμένο.
Στα έξω δείχνω ολόκληρος
μα εσώψυχα ζω ελλιπής.
Εσύ είσαι που λείπεις από μέσα.
Σε βρήκα μέσα στους καιρούς
το κομμάτι αυτό που έλειπε
και σ' έβαλα στο σημείο.
Αταίριαστο ήσουν μοναδικό κομμάτι που έλειπες.
Εσύ.

"...έχε πίστη..."

Ήρθα ξανά,δεν έφυγα ποτέ.
Πίστεψα σε λόγια αφύσικα.
Κράτησα την ευλογία για το μέλλον
Έλα,έλα μια νύχτα χωριστά μου
''...μονάχα έχε πίστη..."
Τα λόγια τα χρυσά σου.
Πίστεψα σε λόγια αφύσικα.
Γιατί τρέχεις όσο καίει η φωτιά;
Και που είναι όλα τα ιερά μας;
Ζήσε να υπάρχεις κάπου για να ζω.
Ταξίδι Ιθάκης να σωπαίνω.

Στο τσίρκο σου εκδρομή

Πήρα αμέσως το εισιτήριο
Λάχταρη όψη.Καθόμουν στη σειρά και πέταγα.
Τα μάτια μου πλανεύτηκαν στο χώρο.
Τα φώτα πέσαν στα πρόσωπα πάνω των παιδιών
χαρίζοντας ξεκαρδίσματα.
Άρχισε...
Κράτησα τους αντίχειρες σφιχτά αγκαλιασμένους
και στο βλέμμα είδα όνειρα μα ξύπνιος έστεκα εμπρός σου.
Χρώματα βεγγαλικά πλημμύρισε η ψυχή μου.
Γελωτοποιούς και σχοινοβάτες θαύμασα στην ώρα
και βρήκα σύνορα ανοιχτά ξανά να ταξιδεύω.
Στα χέρια έσκαγαν ποπκόρν σύννεφο μαλλί της γριάς στα χείλη
να μελώνουνε τα μήλα οι μάγειροι,να τρέχουν τα λιοντάρια.
Δίσκοι,μουσική,μπάλες και κορίνες.
Φωνές μεσ'τα καθίσματα και γέλια στα μωρά
οι μεγάλοι έγιναν παιδιά και τα παιδιά νεράιδες.
Ήρθανε τα ξωτικά πειράγματα να δώσουν.
Γιορτή έγινε η ώρα να έχουν τα ζωντανά να παίζουν.
Μοιράστηκε πιοτό αχνιστό και φρούτο ζαχαρωμένο
και όλοι γέλασαν με την καρδιά γεμάτη
ώσπου διάβηκε η ώρα η περασμένη και ήρθε το μετά.
Τελείωσε...

Περίμενα

Καθισμένος σε μιαν άκρη γεμάτος με σιωπή περίμενα.
Άνοιξες και μπήκες με πάθος χωμένο μεσ'το βλέμμα.Περίμενα.
Αρχίνισαν τα στοιχειά να με βροντάνε καθώς πλησίαζες.
Με κοίταζες καταπρόσωπο και σαν τη φωτιά σε ένοιωσα.Περίμενα.
Με τάραξαν τα κύματα με ύψωσαν και μ' άφησαν απαλά στα χείλη σου.
Πως έμοιαζες Θεέ μου!Περίμενα.
Σαν να έγινε σεισμός στα βάθη μου.Σεισμός σαν έγινε!
Ακόμα θυμάμαι τ' άρωμα των μαλλιών σου καθώς προσπέρναγες κοντά μου.
Τράβηξα κουπί βαρύ για να' ρθω ως εσένα.Περίμενα.
Και γύρισες.
Περίμενα.

Εγωισμός

Έχτισες τα τείχη τα ψηλότερα με ακρίβεια ζηλευτή εμπρός μου
και μου έκρυψες τον ήλιο.
Ξεκίνησε το πέσιμο μου το βαρύ μεσ'το κενό τ' αχόρταγο
με τέλος,με αρχή.
Παραιτήθηκα.
Ζήτησα το χέρι το μόνο το δικό σου να πιαστώ
και συ αστέρινη φόρεσες στο πρόσωπο σου το πιο περήφανο ανάστημα
και γύρισες την πλάτη.Έφυγες.
Με μια ζωή μπαλόνι.Μόλις χαμένο απ'το τρυφερό χέρι μικρού παιδιού.
Που να σταθώ στον ουρανό ψηλά;Έφυγες.
Παραιτήθηκα.
Μα δεν ακούς;Ο σπαραγμός μου βροντερότερος καθώς ψηλώνω.
Δεν ακούς.
Συνάντησα ανέμους στις ώρες του ταξιδιού μου του μακρύτερου.
Ανέμους αστερογέννητους με πίκρα στο φύσημα τους.
Γέμισαν τα φύλλα με του θρήνου τις κραυγές να τις ακούω
τις μαύρες νύχτες μου.
Έφυγες.
Παραιτήθηκα.
Φιλεύω τον πόνο ζάχαρη να ξεχνιέται,πλάι μου να μένει.
Να μη σ' επισκέπτεται ποτέ.
Κρατώ το μικρό το φεγγαράκι σου στη χούφτα μου βαθιά
και ταλαντεύονται απ' το ταβάνι που κοιτώ μαρτύρια.
Περιμένω την αυγή να φωτίσει το χαμό σου.
Εγωισμός.
Έφυγες.
Παραιτήθηκα.

Είσαι ελεύθερος να πράττεις σκλαβωμένες πράξεις.
Μην είσαι ελεύθερος να τις δεχτείς.

Οι απάντησεις απλες για τον καθένα μας

Τι θα γινόταν τώρα αν δεν γίνονταν αυτά που έχουν ήδη γίνει;

Πως θα ήμασταν αν τότε δεν ήμασταν εμείς εκεί;

Τι είναι αυτό που ήταν και τώρα πια δεν είναι;

Που θα πηγαίναμε αν δεν πηγαίναμε εκεί που πήγαμε κάποτε;

Αρχικά τι θα όριζε την μοίρα μας στο παρελθόν μας μεσ'το μέλλον;

Πότε θα φτάναμε τότε αν τώρα δεν φτάνουμε ποτέ;

Που δεν θέλησες να πας και εκείνοι δεν σ'αφήναν μα πήγες;

Ποιος κρατά την θέληση δέσμια της ελευθερίας;

Πόσα σκλαβωμένα μάτια μας κοιτούν να είμαστε ελεύθεροι στον μικρόκοσμο μας;

Άτιτλο

Λάθεψε η νύχτα σήμερα
και σ' έφερε σιμά μου πάλι.
Δεν ρώτησε την καρδιά σου
αν θα' θελε ξανά αυτή να μ'έβρει.
Αν εσύ δεν ήθελες την τόση αγάπη ανέλπιστη
χάραξε νύχτα την αυγή να φύγει σαν αστέρι.

Άτιτλο

Αυτός ο ψεύτικος ο ήλιος σε μιμείται.
Το φως του τόσο ανήμπορο να σκιάσει το δικό σου.
Τον βλέπω εκεί ψηλά να μην φτάνει πουθενά όλα τα χρόνια.
Διαγράφει την πορεία του σαν ξένος μεσ'τη μέρα.

Το δρομάκι

Μεσ'τα θαλασσινά τα μάτια σου.Με υπόσχεση μοιάζει η ματιά σου.Παντοτινή.
Μ' άρπαξες απ' το χέρι να μου δείξεις τα ευωδιαστά σοκάκια μ'αμάραθο στη γλάστρα.
Το δρομάκι σου μικρό μα τόσο ευρύχωρο.Ποδήλατα ανεμόσκαλες τα λόγια της αγάπης σου.
Παιδικά ματόκλαδα που αργοσβήνουν στη σκοτεινιά του ντροπιασμένου τούτου κόσμου.
Μα θα ξυπνούν ξανά.
Πετροχελίδονα θα γεμίζει το δρομάκι σου.

Του μίσους κάποτε η ιστορία.

Μια ελπίδα τόσο ανέλπιδη που με χαράκωσε βαθιά μέσα στη σάρκα μου.Ξυραφι.
Θα φτάσει ποτέ τη θάλασσα το αίμα μου;Δεν μ' αφορά το σώμα.
Πήγα.Ξεκίνησα να θαυμάσω την καρδιά σου μα είδα μόνο σκαλωσιές.Και τα φτιασίδια σου ξέφτια της ζωής μου.Επίδεσμοι που κρύβουν τις πληγές να μην τις δει ο θάνατος και γελαστεί πως είμαστε νεκροί.Ένα ''μαζί'' νεκρό,σεισμοπαθών χέρι χέρι μεσ'τα ερείπια της ίδιας της ζωής τους.Το κάστρο σου απόρθητο στέκει μέσα στο κλουβί.Κράτα τα στόρια σου κλειστά.Απ'έξω περιμένουνε θεοί.Μενεις.
Να λείπει πάντα το υπόλοιπο που ολοκληρώνει το σύνολο.
Αδέσποτα χέρια.Αδέσποτα στόματα.
Μην στερήσε.Φάε.Να μην θες να ξαναδείς "εγώ" στο πιάτο σου.
Άδεια τελεία στο μέσο ενός ασχημογραμμένου λεξικού.

Της οργής

Και στα σύνορα μου έφτασα ψηλά.
Ένοιωσα την δόξα της αφάνειας να πνίγει τα δικά μου,σαν το φίδι το πιο μεγάλο.
Άνεμος λυσσομανάει στα σωθικά μου.Ξεριζώνει τους καιρούς.
Ρίζες των πιο ωραίων αισθημάτων μένουν χωρίς το χώμα.Χωρίς μάνα γη να τις κρατά στα χέρια.Ποιος τις φιλεύει τελειωμό;Αυτές;Σαν άγριες αγκαλιές μένουν άδειες από αναμνήσεις.
Αναμνήσεις που μένουν ξάγρυπνες να φυλούν τα μωρά της φρικτής συγνώμης αφού δώσουμε σκουπίδια για ν' αγοράσουμε καρδιά.
Τα όνειρα μου σάπισαν σαν από καιρό εκτός ψυγείου.Και τι μπορώ να κάνω;Τα δυο μου πια εσκούριασαν..από μετάξι έγιναν τσιμέντο και μ'αποτράβηξαν απ' τον αγαπητό μου ορίζοντα που έφτανα απ' ώρα σ' ώρα.
Πέθανα για να ζήσω.Τρέχω στα ανοιχτά μάτια του γιατρού μου.Αυτού που γιατρεύει προσευχές.Μα οι δικές μου έπεσαν σε κώμα.
Φύτεψα ένα σπόρο στα περιττώματα που έχεις για ψυχή και γέννησα ελπίδα.

Την ώρα που δεν κοίταζες...

Τα αερόστατα της νιότης μου σαν το πιο βιαστικό φευγιό να έχουν αγκαλιάσει.
Και φεύγουν μακριά δίχως μαντήλι να κουνούν,δίχως ματιά πίσω να ρίχνουν.
Μένω να κοιτώ με βλέμμα πέτρινο,ρίχνοντας κέρμα και ευχή στη λίμνη από δάκρυα που κέντησες για μένα.
Είναι τόσα πολλά τ' αστραφτερά σου,που υφαίνεις ουρανούς με τ' άστρα σου και εκείνα τόσο πολύτιμα στέκονται φεγγίζοντας τις διαδρομές μου.
Φτάνω στο τέλος μου για ν' αρχίσω.
Τι είναι αυτό που ορίζει τη μοίρα τη δική μου ή τη δική σου;
Τι είναι αυτό που σε φοβίζει και κοιτάς σαν μικρό παιδί τον φόβο σου στα μάτια;
Τρέχω να πιάσω την ανάσα σου.Με πλάνεψες,και χάθηκα στα χνάρια των καημών μου.
Δεν έζησα πολλά ρε ψεύτρα μου!
Σαν τον πηλό με παίζεις μες τ'ακροδάχτυλα σου,μ' αλλάζεις σχήματα,μα εγώ σου κάνω τα χατίρια
Να με τιμάς στον ήχο σου βαθιά,μελωδικό κρεσέντο να χτυπά την καρδιά μου κάνε.
Φτιάξε με.
Όλα τα όμορφα δεν αρχινούν δίχως τέλος να έχουν προορισμό.Μα αυτό το τέλος έπαψα για σένα,γιατ'είπα ψέματα στους χάρτες σου και άλλαξα ρότα στην πορεία σου.
...γιατί όταν δεν κοίταζες εδώ,εγώ την δική σου πυξίδα πείραξα...

Εμείς είμαστε;

-Εμείς είμαστε;
-Φαντάσματα είναι...
-Εμείς είμαστε.

Μην ξεχνάς

Ηλιόλουστη αυλή από χρυσάνθεμα π' απλώνουν τα ευωδιαστά τους
και φέρνουν στη θύμηση χαμόγελα.
Να αντηχούν κελαηδήσματα μέσα απ' το μικρό το παραθύρι σου.
Στον τόπο αυτό που στέκεσαι ξεμυτίζουνε κορφές,μα εσύ ανάγκη δεν τις έχεις να σε πάνε στα ψηλά.
Έχεις από χρυσό φτερά ζευγάρι,πιο πάνω από τα γαλαζόθερμα τα σύννεφα πετάς.
Εμένα μην ξεχνάς μεσ'την απόδημη πορεία που ζωγραφίζεις βαθιά στης ανάσας την μικρή πνοή των μεγάλων πόθων μας.

Δεν θα έρθεις...

Δεν θα γυρίσεις.
Το χθες έγινε παντοτινό.
Τα σύννεφα έγιναν πανιά στα πλοία μου.
Μαύρισε η ψυχή,σκοτείνιασε.
Και η λύτρωση έγινε μαρτύριο.
Πονάω και λαμπερά σ' αγάπησα.
Πιο ψηλά.Χαμηλά.
Δεν κεντάω πνοή.
Γλυκά πεθαίνω.
Σαν άπιστο φιλί φέγγω σε τροχιά ανεκπλήρωτη.
Σε είχα και τραγουδούσα.
Με χάνω στις μυρωδιές του χρόνου.
Σε ουρανούς με αχαλίνωτα τα φεγγάρια.
Η άγια νέκρωση του εγώ.Μα δεν υπάρχει εγώ.
Το εσύ μου μένει τελευταία πνοή...
Δεν θα έρθεις.