Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

Ο νερόμυλος του Φιλίππη

Πήραμε κάποτε τις ρόδες μας
και οδηγηθήκαμε σε μέρη απρόσμενα.
Δίχως γνώση.
Παρά μόνο τον μικρό μας χάρτη παραμάσχαλα
είχαμε και μεγάλο συμβουλάτορα μας.
Καβαλήσαμε την φλογερή την άσφαλτο.
Μεσοκαλοκαιριού πυρίτιδα των δρόμων μας.
Όπου χαθούμε ας μην μας βρουν παρακαλούσαμε.
Φτάσαμε στο ξάνοιγμα του δρόμου,πέρα
απ' τις στροφές και ξεκαβαλήσαμε.
Στις φυλλωσιές μέσα χαθήκαμε για λίγο.
Ανακαλύψαμε τον μύλο του νερού.
Παντού χόρευαν λουλούδια ευωδιαστά
και ευλογημένα απ' την ιερή αφή.
Ο ήλιος κάθετος στις παρουσίες μας.
Σε κοίταζα που χάζευες τις ομορφιές της φύσης
με το βλέμμα σου να μεταμορφώνεται χρυσό.
Τοπίο φαντασίας.
Σταθήκαμε και οι δυο μπροστά στο φως και την λάμψη
βρίσκοντας πόζες και παίζοντας παιχνίδια μεσ' το λάλαρο.
Μεσημέρι.
Θυμάμαι πάντα πως σε έλουζε του μύλου το νερό...

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

Επιθυμία

Ζήτησα πολλά.
Την ύλη μου ζήτησα να πλάσεις.
Αυτά που θα μου άνηκαν.
Της δικής μου μοιρασιάς τ' αποκτηθέντα.
Αυτά που θα μου άνηκαν.
Του ''ναι'' τα φυλαγμένα μόνο ζήτησα.
Του ''όχι'' τ' αφανέρωτα ζήτησα.

Ζήτησα τη φτώχεια στα πολλά
και τον πλούτο μου στα λίγα.
Αυτά που κέρδιζα να είχα να χαρώ.
Τα τρόπαια της ψυχής
και της καλοσύνης θέλγητρα.
Του ''ίσως'' τη σιγουριά μόνο ζήτησα.
Του ''βέβαια'' την ανισορροπία ζήτησα.

Και έχασα πάλι τύχη.
Γιατί δεν κράτησα πολλά.
Ούτε τα λίγα μου δεν ήρθαν.
Της συνείδησης τα μόνα λόγια.
Τ' απόρθητα τα λόγια.
Του ''ξανά'' την μοναδικότητα μόνο ζήτησα.
Του ''τέλειωσε'' την επανάληψη ζήτησα.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Παράπονο

Χρόνια τώρα που παλεύω...
Τα χρόνια πριν,που δεν τ' αντέχω...
Στοργικά στο πρόσωπο μου πάνω
ποτέ δεν έσκυψες...

Άγευστα γεννήματα

Αγάπης γεννήματα θρεμμένα,
δεν γεννηθήκατε ποτέ για μένα.
Αγέννητα να μένατε μακάρι,
γιατί μόνο τη ζήλια μου κοιτάτε με καμάρι.

Ασκί του Αιόλου

Διάβασα τα στοιχισμένα γράμματα που
γέννησες παιδιά για μένα.
Σπαθιά και τόξα γύρισες στο μέρος μου
με πρόθεση κακιά και μ' άσπλαχνη φωτιά.
Ολέθρια παρουσία η απουσία σου,
διάχυτη στα πλήθη μέσα των λιπόψυχων χαρών μου.

Διάβασα τα στοιχιωμένα γράμματα
που έστειλες σε μένα,τους στόχους όλους
τους έστρεψες σε μένα και την σκανδάλη
όπλισες φοβέρα να με σκιάσει.
Και τι κατάφερες λοιπόν;
Στην τρέλα σου πάνω μας ζωγράφισες.
Μας κρατάς εικόνες παρελθόντος,κινηματογραφικού
ασπρόμαυρου πλατό.

Διάτρητη ψυχή μου ατελείωτη τι θες για να στεριώσεις;
Ως πότε;Ως πότε διάτρητη θα μένεις;
Ασκί του Αιόλου το χαρτί που άγγιξες με το μολύβι σου.
Κουτί για μένα της Πανδώρας.

Το μαγικό αερόστατο

Έστησα τα ξύλα με σειρά καθορισμένη.
Όλα τα σχοινιά πριν σχηματίσω σκαλωσιά
τα έλεγξα με πάθος για την μεγάλη την φυγή.
Άπλωσα τα πανιά κάτω στην κρύα γη.
Μ' επιθυμία βαθύτατη να μας υψώσουν σύντομα.
Δεν κοίταζα το πίσω,μόνο το μπροστά μ' ενδιέφερε να ξέρεις.
Ζεστό αέρα παγίδευσα αρκετό για το ταξίδι,
μαγικά σκάλισα τ' όνομα σου πάνω στο αεροκάραβο μου.
Άναψα φωτιά να ρέει η ζέστη στο κενό,
να γεμίζει η σφαίρα δύναμη.
Όλα στα ξαφνικά μεταμορφώθηκαν σ' αέρινα πέπλα
έτοιμα για τ' αλλοτινό περίπατο στους μελλοντικούς τους ουρανούς
και για την βόλτα χέρι χέρι με τους ανεξερεύνητους θεούς μας.
Ανέβηκα στον κύβο και άνοιξα διάπλατα τις αντλίες του αέρα
να καλπάσει το ουράνιο κλουβί.
Έλυσα τα σχοινιά και είδα το χώμα ν' αλλάζει χρώμα και μορφή.
Τα μέτρα μου αυξάνονταν στον χρόνο και τα μάτια
στον μοβ ορίζοντα τα κάρφωσα.
Κάτω απ' τον ήλιο πολιτείες με κεραμοσκεπές μα και χωρίς.
Όροφοι μικροί και αυτοκίνητα μοντέλα.
Και οι άνθρωποι αναπλάθονται και γίνονται σαν
μυρμήγκια σε φωλιά καθώς εγώ πετάω.
Ο άνεμος τώρα μ' οδηγούσε στο παρόν και πότιζα το
πεπρωμένο το διαλεχτό μου με ελπίδα.
Ψηλά είχα για παρέα τ' αποδημητικά πουλιά και
τις ψυχές μεταναστών ανθρώπων,του ξεριζωμού.
Έκρυβα ελπίδα για τα νέα και το ένιωθα στην ψυχή πως
εσύ φυσάς το βαρύ άρμα μου και με ενέργεια το γεμίζεις,
να έχει στο ταξίδι αντοχή.
Ταξίδεψα πάνω απ' όλες τις ηπείρους αυτής της γης
και τους ωκεανούς δάμασα με σκέψεις τρυφερές καρδιές.
Της παράστασης όλα τα φώτα άνοιξα,
τα πρωινά ξετρύπωνα τον ήλιο και τις ώρες τις αργοπορημένες
έριχνα πάντα την αυλαία στο σκηνικό της θλίψης.
Το άρμα μου πορείες αστρικές διέγραψε στον χάρτη.
Γνώρισα πολιτισμούς ξεχασμένους και πατώντας σε
εδάφη απάτητα ως τότε μ' εμπειρίες γέμισα το σακί μου.
Ανάμεσα στο τέλος του λεπτού και στην αρχή τ' επόμενου
γεύτηκα τ' όνομα σου τελευταία φορά.
Ψέλλισα αργά τις συλλαβές για να τις φυλακίσει ο χρόνος.
Πολύ ψηλά και μακριά το κορμί και ο νους μου πήγαν,
μα την άγκυρα μου,μόνο για σένα την φύλαγα μεσ' τα χρόνια.

Υπόκλιση

Κοιτώ ταβάνι,πάτωμα και τοίχους.
Ο ζωτικός μου χώρος λιγοστός και πνίγομαι στα λάθη.
Ο αέρας δεν φρεσκάρει το αίμα μου και
το κορμί μου σαλεύει ταραγμένο στο κρεββάτι.
Αιωρούμαι ανάμεσα στις τύψεις και
τις Ερινύες που το παρελθόν μου προίκισε.
Το στόμα μου ν' ανοίξω να ουρλιάξω δεν τολμώ
και επιλέγω την νεκρική σιγή.
Η πνοή μου μόνο ακούγεται στο πέτρινο μου μαξιλάρι
και το αίμα εναλλάσσει τη ροή του στην καρδιά.
Σπαραγμένα μάτια ορθώνονται και
βυθίζομαι στο σκέπασμα βαθιά.
Το κάλεσμα δεν έχει ισχύ και ο ήχος απ' το ράδιο
μολύνει την μουχλιασμένη ατμόσφαιρα.
Δεν έχω αντοχή.
Αυτή είναι η μόνη γνώση που κατέχω μέσα στο γιορτινό
το κλίμα το ερχόμενο.
Δεν έχω βήμα να σταθώ και το άγγιγμα μου στο
γυμνό στρώμα με θρυμματίζει σαν γυαλί.
Η σκέψη ασυγκέντρωτη θερίζει την εναπομένουσα ψυχή μου.
Μετά όλα γύρισαν εναντίον μου.
Υποκλίνομαι στο τέλος και την τραχιά βοή.

Στον κήπο

Μικρός και ελάχιστος απλώνεσαι εμπρός μου.
Καταπράσινα φεγγάρια μου προσφέρεις κάθε νύχτα.
Τα λιγοστά τα δέντρα σου,πελώρια κατάρτια
μ' απλωμένα τα πανιά τους μ' αγκαλιάζουν στοργικά.
Το χώμα σου ευωδιάζει η βροχή και ευλογείς
τις αισθήσεις μου σε κάθε απλή μου ανάσα.
Οι πολύχρωμες ώρες οι απογευματινές με το παλτό
στην κρύα πλάτη και τα ανεμοδαρμένα τα πουλιά
συνομιλητές στην χαρά μου τούτη την παράδοξη.
Παράξενο μα δεν νοιώθω πόνο ούτε πίκρα,
ούτε θυμό ούτε μαράζι όταν τις ώρες μου περνώ
καθώς στα αγαθά σου πλανάται το βλέμμα μου τ' αόριστο.
Πόσες κρυψώνες και περάσματα υπάρχουν μυστικά
και μένουν μεσ' τον χώρο σου;
Πόσες νεράιδες ξεδιψούν κάθε πρωί δροσοσταλίδες πίνοντας
απ' τα φύλλα που φορείς;
Μέσα σε όλους τους καιρούς,ηλιόλουστους και βροχερούς,
την δύσκολη ομορφιά σου δεν την χάνεις,
γιατί στο πράσινο μπροστά το τυχερό σου
καμιά αντάρα να θεριέψει δεν τολμά.

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

Ασπίδες

Τα μάτια σου τα σκοτεινά,απ' ασπίδες
φωτεινές πίσω τα κρύβεις πάντα.
Μα η σκιά φαντάζει ομορφότερη απ' το φως.
Άσε τα μαύρα μάτια σου να γίνουν
πιο πολύ και απ' το πολύ δικά μου.
Η φιγούρα σου στα μαύρα είναι δοσμένη
και το χαμόγελο σου σκούρα θάλασσα
και τ' ουρανού τ' απέραντου βροντή.
Χρώματα μαβιά πένθιμα αγκυλώνουν
τη χροιά σου και μιλάς με μια φωνή
θαμπή από την έλλειψη χαράς.
Σκοτεινή κάθεσαι απέναντι μου,
δεν μπορώ να φτάσω εκεί που εκπέμπεις.
Μου είναι δύσκολο το βάθος σου,
κρατάω ανάσα μέρες τώρα και βουτάω μέσα σου
φοβισμένος,απ' την οργή σου μην με πνίξεις.
Και εκεί που λέω ότι φτάνω στο βυθό,
ο αέρας δεν μου φτάνει και γυρνώ στην επιφάνεια.
Είδα την άβυσσο να κρύβεις μέσα σου,
πολύς μου μοιάζει ο πόνος μα όχι αγιάτρευτος θαρρώ.
Προσδοκώ την άφεση σου.
Δεν ήρθα απ΄το χαμό σου να σε βγάλω,
Ήρθα μόνο να εμπλουτίσω το σκοτάδι σου
και το θυμό σου να κάνω κλώνο.
Το σκότος και η θλίψη δεν μου είναι άγνωστα
μα τ' αντίθετο μου μοιάζει να' ναι.
Η ζωή μου η φιλοσκόταδη...
Βασίλεψε για μένα ο ήλιος.
Κράτα το χέρι μου.
Να βλέπω...

Άθελα μου

Αφιλόξενη ώρα ειν'το τώρα.
Όλα τα χθεσινά τα άφησα για σένα.
Γιότασα ξανά μαζί σου χρόνια.
Σε πόνεσα τη μέρα τη δική σου.
Σου μίλησα για την τρέλα της στιγμής,
αφήνοντας το παρελθόν παρόν να γίνει.
Άθελα μου.

Το πειραχτήρι

Μια αλητόφατσα όλο μάτια είσαι και
για πείραγμα μονίμως διψασμένο τρέχεις.
Το βλέμμα σου πετά σπινθήρες και
τα χειλάκια σβουριχτά σου μένουν.
Στο νου σου τ' αδειανό μόνο τα τσιγκλίσματα
και αγαλμάτινο ούτε στα όνειρα δεν μένεις!
Σκαρφαλώνεις στα ψηλά,πηδάς στα χαμηλά και πάλι
με το παιχνίδι μοναδικό οδηγό σου!
Φωνή δεν έχεις μα σφυράς και η σπιρτάδα
σου ολοφάνερη σε κάθε είδους σκανταλιά!
Τη μια εδώ,την άλλη εκεί ποτέ δεν σε προφταίνω...
Τα ποδαράκια σου άπιαστα,σαν ανεμοστρόβιλος στο χώρο,
σκορπώντας σ' όλους δόσεις τρέλας και χαράς!
Ποτέ δεν είχες όρια,και τ' όχι δεν γνωρίζεις!
Η επιμονή σου συν το πείσμα σου το κάτι άλλο αλήθεια!
Ρουφάς εμάς που σ' αγαπάμε και στο φαΐ μπροστά,όλοι ξάφνου σου βρωμάμε!
Την υγειά μας με σένα την εχάσαμε,και μέχρι να την βρούμε πάλι,
άσε,ξέχνα το,γεράσαμε!

Για τον Ερμή

Στο κουδούνισμα μου ξέσπαγε η θύελλα χαράς σου πάντα.
Η φωνή από τον τρίτο σου στο ισόγειο το δικό μου.
Όλων των εποχών χιονονιφάδα,συντροφιά ζωής.
Πάντα παρατσούκλια σου κολλούσα στην παρέα.
Χάδια ωρών και ομιλίες στον βρόντο μεταξύ μας.
Το δικό μου το κουδούνισμα ποτέ ξανά.Ποτέ δεν θα τ' ακούσεις.

Λουτράκι,επιστροφή...

Αφήσαμε πίσω μας την γαλήνια θάλασσα την μαύρη
και τα λαμπερά φώτα θάμπωναν στον καθρέφτη μέσα.
Η γλυκιά σου νύστα αχνοφάνηκε στα μάτια.
Δυνάμωνες την μουσική και το κάθισμα έγερνες πίσω.
Λίγες όμορφες νότες και ο δρόμος μπροστά ελεύθερος
με το αμάξι ορεξάτο για βραδινά χιλιόμετρα.
''Σ' άρεσε;''ρώτησα.Η απάντηση δεν ήρθε.
Ο ταξιδευτής ο ύπνος σε είχε ήδη επισκεφτεί.
Πολύ αργά ήταν μου φάνηκε,με τ' αμάξι
γοργά να κυλά στο σπίτι.
Πόσες φορές κοίταξα το πρόσωπο σου!
Είχες ένα γέλιο ακουμπισμένο στα χείλη σου απαλά
και ευτυχισμένη ξάπλωνες το σώμα.
Τα φώτα μας προσπερνούσαν και οι μελωδίες
έντυναν τα όνειρα σου.
Σε κοίταξα,χαμογέλασα,γύρισα μπροστά διαβάζοντας τον δρόμο
και με το τιμόνι μεσ'τα χέρια πήρα την βαθιά ανάσα...
Το τιμόνι εσύ το κράταγες αλήθεια.
Μας οδηγούσες μέσα στ' όνειρο μας.
Επιστροφή.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Πεντάγραμμο

Έφυγες ποτέ απ' το σπίτι σου,χωρίς να έχεις πουθενά να πας;

Θέλησες ποτέ μια βόλτα,και δεν υπήρχε συντροφιά να σε πάει;

Έγραψες ποτέ γι' αγάπη,χωρίς να έχεις κανένα να διαβάσει;

Περπάτησες ποτέ σε μέρη γνώριμα,μα τα αισθάνθηκες σαν ξένος;

Ένιωσες ποτέ στα χέρια άλλου μέσα,σαν στο σπίτι σου να είσαι;

Ίσως μια μέρα στο σταθμό

Αυτός ο ήχος...ναι,το ήξερες πόσο με φοβίζει...έρχεται...
Τ' ακούμε και οι δύο.Στο στόμα μένει η παγωνιά.
Ήρθαν το ένα μετά το άλλο τα βαγόνια στη σειρά.
Ήρθαν με το χρώμα το κόκκινο,στα πλευρά τα νούμερα.
Θα σε πάρουν μακριά μου και πάλι μετά από πολύ καιρό.
Είχα μια μικρή ελπίδα και μια κρυφή χαρά πως δεν θα ανέβαινες.
Θυμάμαι σε τράβηξα πάνω μου.Μύρισα το άρωμα των μαλλιών σου.
Μέχρι σήμερα μένει στη θύμηση το βλέμμα σου που με κάρφωσε στο στήθος.
Η βαλίτσα στο πάτωμα.Ανάμεσα στα πόδια μας,μας χωρίζει.
Άδειασε κόσμο μπροστά στα μάτια μας.Και πίσω άφησε κενές θέσεις.
Σιγά σιγά άρχισε πάλι να γεμίζει και γω περίμενα το ''...θα μείνω...''.
Ήρθε η ώρα και η σειρά σου έφτασε,να σε περιμένει το ταξίδι των 9 ωρών.
Έσκυψες και στάθηκα να κοιτώ.Η αποσκευή μέσα στο μικρό σου χέρι στριμωχτά.
-Αντίο...θα σου στείλω μετά...εντάξει;
-Καλό ταξίδι μικρή...σ'αγαπάω...
-Και εγώ σ' αγαπώ.
-Θα έρθεις σύντομα;
-Ποτέ δεν έφυγα...
Μπήκες στο βαγόνι σου και κοίταζα τα βήματα σου.Μου έριξες μια ματιά
πριν ο βιαστικός κύριος πίσω σου σε σκουντήξει...και μου γέλασες.
Βρήκες την θέση σου.Άφησες τα πράγματα σου και βολεύτηκες.
Κοιταζόμασταν με ώρα μετρημένη να μας κυνηγά.Μίκρη μου φαινόταν η ώρα.
Σήκωσα το χέρι στο σημείο της καρδιάς,στην έδειξα και με τα χέρια μου
σου μιμήθηκα ότι σπάει.Το θυμάσαι;Και μου γέλασες...με τη γνωστή σου έκφραση
σα να μου λες ''Επ!Γιατί μου στεναχωριέσαι;''Με φάτσα πειραχτηριού!
Πάλευαν τα δόντια μεσ'το στόμα...πάλευα να κρατήσω τα δάκρυα να μην με δεις.
Λιγοκύλησε το τρένο.Οι μηχανές δυνάμωσαν και ο ήχος μαζί.Ξεκίνησες...
Σε κοίταζα.Με κοίταζες μέχρι το τέλος.
Έφυγα με αργά βήματα απ'το σταθμό.''Πόσο άδειος;Πόσο κρύο μέσα μου...''
Λίγα λεπτά πέρασαν μόνο...
Μήνυμα στο κινητό μου:Μου λείπεις ήδη...

Αλλιώς αν ήταν...

Ανυπέρβλητο κάλεσμα ανθρώπων.
Μάχιμος δισταγμός και κρυψώνα κόσμου.
Εσύ που ησυχάζεις μέσα στις θορυβώδεις τις στιγμές
και μοιράζεις πτητικά σύνεργα με λήξη προορισμένη.
Υποσχόμενη τραγωδία της φωτιάς και της σιωπής.
Υπόκλιση θέλησης της υπόδουλης ψυχής.
Λύτρωση λαγνείας ψεύτικης και πιστευτής αλήθειας.
Αφουγκράζομαι την ζύμωση της ζεύξης και
δηλώνω την απώλεια μιας πίστης αφιλόδοξης.
Καθημερινότητας αγαθά,υπό την προστασία διπλής φρουράς.
Ασυνάρτητη μελωδία μιας απροσδόκητα πλασμένης σύνθεσης.
Φυσαρμόνικα στα χείλη μα πνευμόνια άδεια.
Ερήμωση,εγκατάλειψη εκρηκτικού ντουέτου.
Αποδοκιμασία στις πρόβες.
Τρέλα και έκσταση μέσα στις πιο υποκριτικές στιγμές.
Τι όμορφα που θα ήταν,αλλιώς αν ήταν!
Αλόγιστη έκφραση αγάπης!
Τόσες υπολογιστικές μέθοδοι καλών και κακών πράξεων
και υποκινούμενων θελήσεων.
Αναγκαιότητα γεννόπονης επιθυμίας.
Ατάκα προσχεδιασμένη με ατυχή διατύπωση την αναγκαία ώρα.

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Υποταγή στη θραύση

Το πρωινό στις πλάτες μου και τις δικές σου τρεμοσβήνει
και ο ταχυδρόμος εξαφανίστηκε ή απήχθη από λογισμούς φιλόπονους;
Το φιλί του όχι στο γιατί δεν έπιασε και το φρύδι σηκωμένο,
σε στάση προστατικής υποταγής σε αλάθητο δεσμό.
Το χρίσμα της καρδιάς,πίστωση τραγοπόδαρων θεών
και τα σύννεφα μόνιμοι κάτοικοι πάνω από κατάνυξη ευχαριστιών.
Έχει για μένα φυλαγμένα ο ξοδευτής ο χρόνος,
μα και για σένα κρατάει τρομάρες στυγερές.
Στα φύκια χειμωνιάτικης ακτής και στα σκουπίδια παρελθοντικών πληγών.
Φανάρια λαμποκοπούν οι ιδέες στο πιο ηχηρό μου τώρα.
Νόμιζα για μια στιγμή...
Οι στροφές του κόσμου σκληρά χαστούκια στα ρόδινα τα μάγουλα σου.
Η τρελή της γειτονιάς υπερήφανη αρχοντική κατάρα που ξορκίζει.
Φιλάργυρη εγωπυρινική κεφαλή με ξεφτίζεις
και με μαγνητίζει μόνο η νεοειπωμένη ψυχική απάτη σου.
Τ' απόγευμα θα βγω στο ψύχος το αιχμηρό,του άγχους και της λοξής ματιάς.
Τα δευτερόλεπτα ηχούν στην ξεχασιά.
Άγνοια ονειρικής παρόρμησης και παράκληση ιερού.
Της μοναξιάς κουβάλημα στο στήθος και βροχερά τα βλέφαρα σου.
Ποιος σε δίδαξε τη φτώχεια να συμβιβάζεις στη ψυχή και να μένεις άπραγη;
Στα χαμηλά και στα ψηλά,στα πουπουλένια λόγια μ' έβαλες και ξάπλωσα.
Η διαίρεση του ενός,σε δύο μισάνθρωπους.
Μα εγώ είχα ήδη κοιμηθεί στα λόγια σου...


Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

Στα σκαλοπάτια σου

Γονάτισα μπρος στα σκαλοπάτια σου,
μία συγγνώμη να ζητήσω.
Σου έδωσα πάλι τα κομμάτια μου,
να τα βάλεις στη σειρά.
Γονάτισα μπρος στα σκαλοπάτια σου,
Ζήτησα πίσω τη ζωή.
Πάλεψα τρόμους,βρήκα δρόμους,
κρατώντας για σένα μια αγκαλιά.
Σε είδα κι αμέσως σ' αγάπησα.
Μια συγγνώμη,μια ζωή.
Κράτα τα λόγια τα μεγάλα σου.
Ήρθα ξανά μα όχι αργά,
μόνο για λίγο να σε δω.
Άνοιξα σύνορα,ταξίδευε.
Μια συγγνώμη,μια ζωή.
Δίνω τα πάντα ψυχή μου.
Στα χέρια σου μια ολόκληρη ζωή.
Μην με κοιτάς,άκου με.
Είναι η ψυχή μου και όχι εγώ.
Σ' αγαπώ...

Άτιτλο

Όμορφο μου δίψασε με.
Όμορφο μου βροχερό,
και ειν' η θάλασσα πέπλο μαγικό.
Όμορφο μου πέσε πιο σιγά...

Σςςςςςς...

Το φιλί είναι πάντα ανθρώπινο,για να γελάει η ζωή...
Η αγκαλιά είναι τόσο καυτερή,να ζεσταίνεται η ψυχή...

Το κρασάκι

Κι έτρεχε ακόμα το κρασί...
Ήσουν χρόνια στο βαρέλι.
Και είναι ακόμα μεσημέρι.
Τ' άρωμα σου σφραγισμένο.
Γευστικό και ευωδιασμένο.
Ζυμωτό και ματωμένο.
Αχ το στόμα μου βρεγμένο!
Στο ποτήρι μου σε βάζω,
λιγοστεύεις και τρομάζω.
Στο τραπέζι το χορτάτο,
το ποτήρι μου γεμάτο.

Μέσα σ'ένα ερωτηματικό

Τι αγιάζι σε σκεπάζει ψεύτικα και το γέλιο μου σκορπάει;
Ποια ασημένια όνειρα τα βλέπει η νύχτα και γελάει;
Ποιο χρυσάφι σε τυφλώνει σήμερα και το γεμίζεις ραβασάκια;
Ποιος χρυσώνει το φιλί σου και το μοιράζεις δίχως όχι;
Τι αγαπάς στο τώρα μόνο αστέρινη και παντού αφήνεις σπόρια;
Δρόμο παίρνεις δρόμο αφήνεις με γυμνά τα δυο σου πόδια.
Για που το έβαλες μικρή μου αστραπή,της νύχτας μου φεγγάρι;
Πως να διώξω τ'όνειρο σου απ'το δικό μου μαξιλάρι;

Ξανά

Μπες μεσ'το στέρνο.
Ξαναμπές.
Διώξε απλά το θυμό μου.
Δες μεσ'τα μάτια.
Ξαναδές.
Φίλα με στο μέτωπο μου.
Πες μου όχι.
Ξαναπές.

Ο χαρταετός

Κοίτα βρήκα με όλα τώρα.Βρήκα!
Σπάγκο να σφιχτώ,μεσ'τον αέρα να πετώ.
Κοίτα πιο ψηλά,εκεί είμαι κι εγώ.
Τώρα αμόλα το σχοινί,γέλα πάλι για βροχή.
Μην μου σκοτεινιάσεις γαλανή.
Κοίτα τα σεντόνια την αυγή σαν είναι άδεια.
Μ'όλα τ'άσπρα σε γυρνώ,μέσα στο σπίτι τ'αδειανό.
Κοίτα πάλι μέσα στο φιλί.
Πιάσε μου και τράβα το σχοινί,
να έρθω κάτω απ'τον ήλιο,να έρθω κάτω να σε βρω.
Πιάσε το σχοινί να μην ξαναχαθώ.
Μπες μεσ'τη φωνή μου ν'ακουστώ.
Λίγο ακόμα πέτα με,λίγο ακόμα πετάμε.
Γύρνα στη ντροπή σου,μην κλειστείς.
Γύρνα στο φεγγάρι να διαβείς.
Είμαι χρώμα στο βουνό,είμαι χώμα στο βυθό.
Είσαι λουλούδι στον σταυρό,ξέφρενο τραγούδι σε χορό.
Η καλούμπα μου χωρά και άλλο κόσμο,σαν στεριά.
Διώξε με μικρή μου ζωγραφιά.
Πες μου το τραγούδι σφυριχτά.
Μέσα στα χέρια σου κρατάς το ριζικό μου.
Τ' άρωμα μου το φοράς στα χείλη απαλά.
Άσε με λιγάκι σαν πετώ,σε στιχάκι μέσα να κλειστώ.
Ουρανέ μου σπίτι μου,με πετά η εκείνη μου...
Άσε απ'το χέρι το μικρό σου,τυλιχτό που δένει τον σφυγμό.
Να πετώ να έρθω,μέσα στο δικό σου Ντο Ρε Μι.
Κοίτα με λίγο που πετώ,πριν στον μικρόκοσμο μου να χαθώ.

Είσαι σαν το μέλι

Είσαι σαν το μέλι.
Κρυφτό μες τ'αμπέλι.
Ψάξε με λίγο ακόμα...
Μην με φοβάσαι,κρίμα.
Είσαι σαν το μέλι.
Πήγα κι ήρθα.
Ξαναπήγα.
Κι είσαι ακόμα σαν το μέλι.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Έλα πάρε με από δω...

Πότε αληθινά τέλειωσε κάτι;Και εγώ δεν γύρεψα ζεστή φωλιά.
Είπες λέξεις που τώρα λαβωμένες στέκονται.
Μα για σένα τα έφερα όλα αυτά,μαζί σου να γιορτάζουν.Για σένα μόνο τα έφερα.
Ποτάμι μισοφέγγαρο στα χείλη μου απομένεις.
Τα τρένα και οι αέρηδες στο σπίτι να σε φέρουν.Πιστά τα λόγια,οι σκέψεις,το φιλί.
Ξανά να ήσουν ζωγραφιά.Δειλά τα φώτα,με φέγγουν σαν κεριά.
Γυρνα στο στρατόπεδο μαζί μου να παλεύεις.Βρήκα παρτέρια ολάνθιστα να κρυφτείς.
Φεύγεις στα ξένα να σταθείς.Κοιμίσου πετροκέρασο,στη λήθη των χειλιών σου.
Δέντρα κλωνάρια και φτερά,ψηλά στα δύχτια του ανέμου χρυσαφιά μας.
Κοιμάμαι αραχνοΰφαντη στην άκρη των ματιών σου.Αγνάντεμα η νιότη σου.Αγιόκλημα.
Δεν δείχνω την κυλάδα μας που έπαιζες μονάχη.Πόρτες κλεισμένες βροχερές,
και ήλιος,τρόμος και ζωή,για σένα αστροφώτεινη στα έφερα στα χέρια.
Δώσ'μου,το σώμα,το γράμμα,το φιλί.Ξανά στα αερανθρώπινα,τα βλέφαρα τα χρυσά σου.
Κοιτάζω τον δρόμο,τον ίσκιο τον βαθύ,και γράφω,για σένα,για σένα μια αγνεία.
Ατμός,και δυόσμος και μήλο και κρασί,να πνέει για σένα αγάπη μου η πνοή μου μαγεμένη.
Να κλαίει το δάκρυ φλογερό στο άσπρο μου μαξιλάρι.
Για σένα αλαφροΐσκιωτη τα έφερα για σένα.Τα δώρα μου δεν πρόλαβα να βρέξω στο ποτάμι.Μα ήρθα και περπάτησα με σένα στο φουλάρι.
Δεν έχω λόγο να σου πω,να διώξω στο σταθμό.Έλα και πάλι,και πάλι και πάλι σε ξεχνώ,
μα όλα τα διπλόδενα για σένα στο φεγγάρι.Βάλσαμο είναι ο πόνος σου,
στο ψύχος ζεστασιά μου.Λιώνω,τα δέντρα,τα ξόρκια,τις γητειές.
Ύφος,αγέλαστο ύφος και τρανός,φωτιά τα βράδια τ'ανοιχτά και ο ύπνος ξεχασμένος.
Καβάλησε την άσπρη χήνα σου και έλα πάρε με από δω...

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008

Ταξίδευε εσύ

Όταν το βήμα το κάνεις βιαστικό
και εγώ θα είμαι μικρός ν' ακολουθήσω,
να μην κοιτάξεις πίσω,να χαρείς την περηφάνεια.
Κι αν με κρατήσεις μακριά σου και δεν σε προφτάσω
μεσ'τα χρόνια που θα έρθουν,μην με λυπάσαι εμένα,
να ευχαριστιέσαι το ταξίδι μοναχά
και εγώ πίσω σου θα είμαι αν κοιτάς.
Δεν θα κοιμάμαι όταν θα τρέχεις,
δεν θα ξεκουράζομαι ποτέ όταν θα πέφτεις να κοιμάσαι,
απλά θα προσέχω να κρατώ την απόσταση μας ίδια.
Το βήμα σου όταν θα αργοκάνεις,το ίδιο θα κάνω εγώ.
Το βήμα σαν θα γρηγορεύεις,το ίδιο θα κάνω εγώ.
Όταν θα σε ρίχνουν οι δυσκολίες μην φοβάσαι.
Είμαι πίσω σου ακριβώς,εγώ να σε σηκώσω.
Κι αν πάλι θα διψάς,θα σε προφταίνω,
με τις χούφτες μου γεμάτες με νερό να έχεις εσύ να πίνεις.
Όταν η ζέστη θα σε λιώνει και θα θες να εγκαταλείψεις,
μην σταματήσεις,θα φέρω εγώ τα σύννεφα με ξόρκια.
Το κρύο σαν σε παγώνει και κρύσταλλο θα κάνει την ανάσα,
μην σταματήσεις,θα αχνίζω εγώ τον δρόμο σου,
ζεστός αέρας να χαϊδεύει το πρόσωπο σου.
Ποτέ δεν σταματώ.
Πάντα ένα βήμα πίσω σου.
Ανάσα,ζωή,στο παρόν,το παρελθόν,στο μέλλον.


1000 ζωές και μία τόσο δα μικρή...

Βουτηγμένη στα παιχνίδια σου.
Μια ζωή και άλλη μία τόσο δα μικρή.
Παραμύθια για να σου ξεφεύγω.
Μα παράλυτος μένω εδώ...
Και αν μου έδινε το τζίνι τις 1000 μου ζωές;
Πάλι εσένα θα ποθούσα σ'όλες;
Πάλι εσένα θα ποθούσα σ'όλες.
Έρημη η παιδική χαρά.
Ψιχαλίζει στις ψυχές.
Και η τραμπάλα μας δεν γέρνει πια.
Έλα μια μέρα να με δεις...
Κρυφά,δίχως να σε δω εγώ...έλα...
Άδειο το παραμύθι ξαποσταίνει στα χείλη μου.
Και που να τα' ξερες όλα...
Βουτηγμένη στα παιχνίδια σου.
Πάντα μέσα σ'όλα,μα αυτοεξόριστη.
Σε ποιον τώρα να λέω τα πονεμένα που γεννώ;
Σε σένα να χρωστώ την ύπαρξη μου άραγε;
Σε όλες τις 1000 μου ζωές;
Σε όλες τις 1000 μου ζωές.

Για λίγο...

Για λίγο,σφράγισε τα μάτια...
Ελευθέρωσε κρυφά την ψυχή...
Εκατοντάδες τα χιλιόμετρα.
Κάνε απόλυτη ησυχία,για λίγο...
Κουβάριασε την σκέψη σου...
Ακόμα μια ανάσα πάρε...
Κράτα τη στα χρόνια...
Σςςςςς...Ετοιμάσου...

-Τ'ακούς;
-Με όλη σου τη δύναμη!

Ανάμεσα μας

Πάντοτε,πάντοτε....δάκρυα από παρελθόν και μέλλον.
Ποια λόγια λαχταράς να ακούσεις να στα πω;
Πάντα,όλα αυτά τα χρόνια ανάμεσα μας...
Η ανάμνηση χάρη δεν μου κάνει να μείνει Ξεχασμένη.
Σαν εκείνη την ελάχιστη,λίγο πριν στον προορισμό σου φτάσεις.
Τολμώ να κοπώ σε σχήματα πουλιών.
Σκιά σαν τον Καραγκιόζη,νύχτα καλοκαιριού σε δημοτικό σχολείο.
Πάντα,όλα αυτά τα χρόνια ανάμεσα μας.Πάντα...
Οι μυρωδιές στο χώμα αειθαλείς και τα παιχνίδια σκόρπια.
Εδώ και κει οι φορεσιές σου,στο άπειρο.Χαρτί δωσμένο στη φυγή.
Πριν ακόμα,μακρίνο το σπίτι μου.Εκτός ορίων.Εντός συνόρων και μπετόν.
Ολόλευκη η αυγή,δεν με περιμένει σήμερα κανείς αναρωτιέμαι...
Ύπνε,αλύγιστα τα βλέφαρα μου θα'ναι.Πριν καθίσω,για λίγο ας διαβώ.
Πάντα,πάντα όλα αυτά τα χρόνια ανάμεσα μας...
Στα μάτια δεν είναι άλλη από αυτή."Ναι,κοίτα..."
Χωρισμένες οι κραυγές και οι τύψεις.Χτίζεις με το βλέμμα φυλακές...
Κι ακόμα....ακόμα...ριμαγμένη και την φονεύουν.
Πάντα,όλα αυτά τα χρόνια ανάμεσα μας.Πάντα...

Νεκρολούλουδα

Μου έλειψες χαρά μου διπλοφόρετη.
Να σφίγγουν οι γροθιές οι αδόμητες.
Τι να ψάχνω ποτέ δεν όριζες στη κούνια.
Ακλόνητες δουλικές φοβίες,μυρομένες.
Έστρεφα τα λόγια με βουλιμία εμπρός.

Μου έλειψες χαρά μου διπλοφόρετη.
Ηχόφοβη η στεριά,δεν πάτησα ελαφρά.
Αερολόγες οι γερόντισσες στη νιότη μας.
Μικροδύναμη η θέληση σου σ'έσωσε ξανά.
Ρέει η θλίψη,και το πάντρεμα θηρίων ρήγμα.

Μου έλειψες χαρά μου διπλοφόρετη.
Δεν γεύτηκα την δόση την εύκαιρη την ώρα.
Χάθηκε το βήμα μεσοπέλαγα και θρήνεψε.
Φίλησα το ψέμα σου και ήχησα ο φτωχός.
Νεκρολούλουδα να στείλεις στη γιορτή μας.

Φόβος και όχι θάνατος

Ήρθε μέσα στην κάμαρα μια νύχτα αργά και κάθησε δίπλα στο κρεβάτι μου.
Με κοίταξε στην καρδιά και με φίλησε στο μέτωπο.Φιλί ιδιοκτησίας.
Δεν πάταγε στη γη.Τα πόδια του κρέμονταν σαν της μαριονέτας.
Στα αποστεωμένο δάχτυλα του έπαιζε τον χρόνο μου.Μου μίλησε.
Χωρίς ν'ακούσω την φωνή του τα λόγια του εισχώρησαν κατευθείαν στο μυαλό.
Η φωνή του σαν πικρόχολες κραυγές ανθρώπων έμοιαζε."Έλα μαζί μου,άκουσε..."
Δεν αντέδρασα.Με κοίταζε βαθιά.Επίμονα.Με άγγιξε στα μαλλιά."Έλα..."
Σηκώθηκα και στάθηκα δίπλα του με το ανάστημα μου ντροπιασμένο.
Δειλά έκανα βήματα πάνω στο χαλί.Το βλέμμα μου έπεσε στη φωτογραφία μας.
Ήμασταν εμείς αυτά τα παιδιά στη θάλασσα.Ήσουν εσύ και εγώ αδερφέ μου.
"Πως να φύγω;"Ψιθύρισα...Γύρισα πλάτες και τράβηξα κουπί νοσταλγικό.
Πλανεύτηκα απ'το κάλεσμα του,μα λίγο ήτανε.Επέστρεψα για σένα.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

Αλατινή

Ζούσε κάποτε μέσα στα μελλοντικά τα χρόνια
μια κοπέλα,μονάκριβη,και ξεχωριστή απ'όλους τους ανθρώπους.Τα μάτια της,
τα μαλλιά της,η καρδιά της,το αίμα και η φωνή της,φτιαχτά ήταν όλα απ'αλάτι.
Αλμυρογέννητη.Απ'το αλάτι το πιο αλμυρό ήταν καμωμένη.
Ζούσε στην πολιτεία την πιο κατοικημένη που σ'όλα τα
μέρη του κόσμου ήταν ξακουστή.Οι ξένοι την ονόμαζαν Κυψέλη.
Την κοπέλα την μονάκριβη τη νέα,οι άνθρωποι την φώναζαν Αλατινή.
Η Αλατινή όπου χάραζε το πέρασμα της οι τόποι και οι άνθρωποι γίνονταν
πλούσιοι.Τα λιβάδια με τ' ασημόχορτα μα και οι τσέπες των φτωχών γέμιζαν αλάτι.
Ότι εκείνη άγγιζε κι'ότι κι αν εκείνη θα έσπερνε νοστίμευε παντοτινά.
Είχε χάρισμα απ'τα λίγα η τυχερή να νοστιμεύει με την ύπαρξη της ολόκληρη
την πλάση εκτός από..!Η ματιά και η λαλιά της έσταζαν αλμύρα σαν την χάζευες και
συνάμα της μιλούσες.Σε ομόρφαινε και σ'άλλαζε το τυχερό καθώς το στόμα της άστραφτε
περίσσιους κόκκους.Είχε πάντα δεμένο στο λαιμό τον ήλιο και στον καρπό αναμνήσεις.
Μια μέρα σαν όλες τις ερχόμενες,συνάντησε ένα παλικάρι.Ένα παλικάρι σκοτεινό
και φορτωμένο με ένα αξιοπερίεργα θλιμμένο βλέμμα.Ήτανε νύχτα μόνο οι μέρες του.
Σκοτάδι ήταν συνέχεια οι ώρες του.Σαν λοιπόν τον κοίταξε η Αλατινή τον αγάπησε στο
πρώτο βλέμμα τους.Και αμέσως βρήκε το δώρο το πιο κατάλληλο να τον γιατρεύει απ'το σκοτάδι.Το είχε μαζέψει κάποτε απο τα σκουπίδια της Κυψέλης.
Του είπε "Θα φωτίζω το σκοτάδι σου" και του φόρεσε του νέου το φεγγάρι στο λαιμό.Σύμβολο της πίστης των αγαπημένων των ανθρώπων.
Μια μέρα τα επόμενα τα περασμένα χρόνια σύννεφα έβρεξαν τον ουρανό και μαζί τη γη.Η Αλατινή όμως ξεχάστηκε απ'τον έρωτα της για τον νέο και έμεινε μέσα στην αγκαλιά του απροστάτευτη κάτω απ'το νερό για μόνο λίγες ώρες μα αιώνια.Άρχισε να λιώνει μεσα στα χέρια του και αυτός κοίταζε απλά ανύμπορος να φέρει σωτηρία για την Αλατινή...
Αυτή καθώς χάθηκε από τα χέρια του σκοτεινού κύλησε μέσα στα ποτάμια.Πέρασε
πόλεις,χειμώνες και μονοπάτια και στο τέλος της πλημμύρισε την θάλασσα.Όπως σας είπα, πάντοτε η Αλατινή,με την ύπαρξη της νοστίμευε ολόκληρη την πλάση εκτός από..την θάλασσα,της οποίας το νερό μέχρι τότε ήτανε γλυκό.Και ξέρετε γιατί ζει το φεγγάρι ψηλά στον ουρανό;Ο σκοτεινός νέος όταν έχασε την Αλατινή,έβγαλε το φεγγάρι που του είχε χαρίσει εκείνη να φοράει στο λαιμό του και το πέταξε στον ουρανό.Έτσι κάθε φορά όταν έρχεται η νύχτα,το φεγγάρι λάμπει ψηλά φωτίζοντας όλων το σκοτάδι και καθρεφτίζεται στη θάλασσα όπου μέσα της ζει η Αλατινή.
Από τότε,στους χρόνους και τους καιρούς που περνάνε βιαστικά,η Αλατινή για πάντα κρατά κάθε νύχτα,μέσα στα χέρια το φεγγάρι.
Και όσο για τον νέο,αν κάνετε ένα περίπατο τα βράδια που το φεγγάρι υψώνεται στους ουρανούς,θα τον συναντάτε πάντα στα ακρογιάλια.Θα χαϊδεύει το νερό.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008

Τόσα και άλλα τόσα

Τόσα και άλλα τόσα.
Άλλαξα για το τώρα.
Και το μετά δεν το γνωρίζω.
Μα ούτε ποθώ να σε κρατήσω.
Τόσα και άλλα τόσα.
Έφυγες πάλι στα γοργά.
Χωρίστηκα στη μέση.
Σε χιλια κομμάτια.
Σπασμένα εκατομμύρια.
Τόσα και άλλα τόσα.
Απρόθημος στα τόξα.
Λιώνω την πορεία σου.
Τύλιξε με στη χούφτα σου.
Είμαι μικρός.Ελάχιστος.
Τόσα και άλλα τόσα.
Έτρεχα για σένα πριν.
Σημάδια κοφτερά.
Ψάξε λίγο πιο πολύ.
Τόσα και τίποτα άλλο.

Δεν βρήκα τις λέξεις να ξεστομίσω

Δεν βρήκα τις λέξεις να ξεστομίσω όλα όσα έχω για σένα
στα σκοτεινά σημεία του κορμιού μέσα στα πιο βαθιά.
Είναι το άπειρο κλεισμένο μέσα σε ένα μικρό μαγικό και γυάλινο
χαλί που μας πήγε το πιο μακρύ ταξίδι κι'άντεξε το βάρος της σιωπής.
Δεν βρήκα τις λέξεις να ξεστομίσω εκείνα τα ιερά τα απόκρυφα
της αγάπης τα ζεστά.Το κορμί και η ψυχή διαχωρίζονται στη πίκρα
και γίνονται θανατηφόροι εχθροί να σαπίζουν μεταξύ τους.
Είναι φανερό πια το "έλεος" μιας ζωής.
Δεν βρήκα τις λέξεις να ξεστομίσω τα λόγια όταν κοίταζα
το πρόσωπο σου και βελτίωνα την ποιότητα της σιωπής μας.
Όταν όλα έχουν χαθεί,τι μένει να κρατάς στο βλέμμα μέσα;
Δεν βρήκα τις λέξεις να ξεστομίσω όλα τα θαύματα του κόσμου
να σου πω σε μόνο δυο λεπτά μέσα μια ολόκληρη ζωή.
Και όλα τα σεντόνια τα ρίχνω πάνω στα όνειρα που μένουν
ξανά ανοίκιαστα.
Δεν βρήκα τις λέξεις να ξεστομίσω και είχα άπειρα λόγια να σου πω
και μια τελευταία φορά δεν βρήκα τις λέξεις να ξεστομίσω.

Εντός

...μιας μικρής ώρας δεν θα είμαι πουθενά να με βρεις.
...μιας μεγάλης διαδρομής δεν θα βρεις το δρόμο της επιστροφής.
...μιας άνοιξης ευωδιαστής δεν θα έχω εγώ τα λουλούδια.
...μιας τεράστιας φωλιάς δεν θα ξυπνήσω ποτέ ξανά.
...μιας αγίας προσευχής δεν θα βρεις "παρακαλώ" να πεις.
...μιας στιγμής δεν θα δεις τι ετοίμασα για σένα σ'όλα αυτά.